Τετάρτη 18 Απριλίου 2007

ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΙ (ΜΕΡΟΣ Ι)

Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 συντελέστηκε μία ακόμη μεταστροφή στον ακαδημαϊκό κόσμο και εμφανίστηκε μία εντελώς διαφορετική πρόκληση για τον Όμηρο με τη μορφή της πολυπολιτισμικότητας. Γενικά, οι υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας ανήκουν σε ένα από δύο στρατόπεδα. Μερικοί πιστεύουν πως όλοι οι πολιτισμοί είναι ίσοι – ο δυτικός δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από οποιονδήποτε άλλο. Άλλοι, πιο πεισματάρηδες, είναι πεπεισμένοι ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι ίσοι εκτός από το δυτικό, που είναι ιδιαίτερα ιμπεριαλιστικός, ηγεμονιστικός, εθνικιστικός, σεξιστικός και πατριαρχικός και κατά συνέπεια πρέπει να μελετάται μόνο ως παράδειγμα του τι πάει στραβά στο σύγχρονο κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις οι Έλληνες χάνουν: αν είναι το ίδιο με τους Θράκες ή τους Καρχηδονίους, γιατί να μελετάμε Ελληνικά αντί για Φοινικικά, Χιτιτικά ή Αιγυπτιακά; Αν είναι χειρότεροι, γιατί να τους μελετάμε, γενικώς;

Κατά εκπληκτικό τρόπο, απίστευτα πολλοί κλασικιστές φάνηκαν να μη διδάχτηκαν τίποτα από την καταστροφή της δεκαετίας του ’60 και κατά συνέπεια δεν έκαναν και πολλά πράγματα για να πολεμήσουν ενάντια σ’ αυτή τη νέα, πιο θανατηφόρα παραλλαγή της παλιάς κατηγορίας εναντίον των Ελληνικών και των Λατινικών, ότι δηλαδή είναι «απρόσφορα» και «παρηκμασμένα». Αντιθέτως – κι εδώ είναι τα φτερά του αετού – προσχώρησαν σ’ αυτή τη σταυροφορία εναντίον της Δύσης. Σαν τον Έλληνα Εφιάλτη, οι κλασικιστές χρησιμοποίησαν την εκ των έσω γνώση τους για να οδηγήσουν τον εχθρό στο πέρασμα και να παρακάμψουν τα στενά των Θερμοπυλών κι έτσι να καταστρέψουν τους παραταγμένους σε θέση μάχης και λιγοστούς Έλληνες και τη μικρούλα, δική τους φάλαγγα από πίσω.

Η νέα φουρνιά «κοινωνικών ερμηνευτών» είτε πέταξε στα σκουπίδια τον κλασικό κόσμο επειδή δεν ήταν πολυπολιτισμικός (πράγμα που είναι ανέντιμο, διότι κανένας πολιτισμός δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ στ’ αλήθεια πολυπολιτισμικός) είτε προσπάθησε να ξαναεπινοήσουν τους Έλληνες και τους Ρωμαίους ως πολυπολιτισμικούς (πράγμα που είναι ψέμα). Η ελληνική σοφία δεν πρέπει απλώς και μόνο να ξεχαστεί, αλλά πρέπει να απορριφθεί ενεργά. Η τελευταία γενιά κλασικιστών επιθυμεί να επιβιώσει και να είναι αρεστή – στους συναδέλφους ακαδημαϊκούς δασκάλους – εγγυώμενη στους ανθέλληνες συναδέλφους της ότι οι κλασικιστές που θα ακολουθήσουν θα είναι ελάχιστοι.

Πάνω στην απελπισία τους και πασχίζοντας να αναζωπυρώσουν τις τελευταίες έστω σπίθες της φωτιάς του στρατοπέδου των Κλασικών Σπουδών συντάσσονται με την τελευταία μόδα΄ κάποια τμήματα Κλασικών Σπουδών εδώ και μερικά χρόνια έχουν υιοθετήσει αποπροσανατολιστικά επανεπινοημένα προγράμματα, όπως το παρακάτω:

Ο τομέας μας είναι ώριμος πλέον όχι μόνο για θεωρητική αλλά και για πρακτική αναδόμηση. Γιατί Ελληνικά και Λατινικά, αποκλείοντας όλα τα άλλα; Ένα τμήμα Ελληνικών, Εβραϊκών και Συριακών θα ήταν ένας πραγματικά συναρπαστικός χώρος...

James O’ Donnel, Lingua Franca, Σεπτ./Οκτ. 1995, σ. 62

Το ίδιο θα ήταν και ένα πολύγλωσσο «Τμήμα Ελληνικών, Εβραϊκών, Συριακών, Φοινικικών, Ασσυριακών, Βαβυλωνιακών, Χιτιτικών, Αιγυπτιακών» κ.ο.κ., αλλά με ποιο σκοπό πέρα από την προσπάθεια κατευνασμού κάποιων στο πανεπιστήμιο σκοτώνοντας τον τομέα; «Γιατί Ελληνικά και Λατινικά αποκλείοντας όλα τα άλλα;» Ίσως επειδή υπάρχει λογοτεχνία Ελληνικών και Λατινικών και ίσως επειδή αυτή και μόνο στη Μεσόγειο είναι εντελώς ξεχωριστή από τη θρησκεία, αυτή και μόνο εγκαινιάζει τη δυτική εμπειρία. Ίσως επειδή σ’ αυτές τις γλώσσες υπάρχουν λέξεις όπως «πολίτης» και «ελευθερία» και λεξιλόγιο όπου εκφράζεται η κοινωνική διαφωνία. Πολλοί ανακαλύπτουν τώρα ότι κερδίζεις πόντους αρνούμενος ότι οι Έλληνες ήταν μοναδικοί στην αρχαία Μεσόγειο ή ότι ο δυτικός πολιτισμός, αρχαίος ή σύγχρονος, έχει κάποιο ιδιαίτερο δυναμισμό και φαντασία. Μια τέτοια παραδοσιακή άποψη, μας λένε, είναι τώρα απελπιστικά «αφελής» και «παρωχημένη»:

Υποστηρίζω ότι η παρούσα έννοια της «κρίσης» έχει παρερμηνευτεί ως μια σύγκρουση μεταξύ θεωρητικής και παραδοσιακής αρχαιολογίας, ή ακόμη και μεταξύ νέου και παλαιού. Στην πραγματικότητα είναι απλώς ένα μέρος της γενικής κατάρρευσης της προσπάθειας των διανοουμένων να ορίσουν τι είναι «Δύση» και τι θα έπρεπε να είναι. Οι αρχαιολόγοι της Ελλάδας έχουν ουδετεροποιήσει το υλικό τους για να προστατέψουν το σύνολο των πεποιθήσεων που προσέδιδε γόητρο στις Κλασικές Σπουδές΄ τώρα που αυτές οι πεποιθήσεις καταρρέουν, δεν τους έχει μείνει τίποτα να υπερασπίσουν.

Ian Morris, Classical Greece: Ancient Historis and Modern Archaeologies, Κέμπριτζ, 1994, σ. 3

Μήπως πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτός ο αρχαιολόγος και οι πολλοί συνάδελφοί του βρίσκουν στη ζωή τους πράγματι τον ορισμό της Δύσης – ελευθερία του λόγου, ατομική ιδιοκτησία, διαχωρισμός θρησκείας και κράτους και συνταγματική διακυβέρνηση – να είναι απλώς «καταρρέουσες πεποιθήσεις» που ισοδυναμούν με «τίποτα»; Τι ειρωνία να επιδιώκουν γόητρο οι σύγχρονοί μας στις Κλασικές Σπουδές διαβεβαιώνοντας τους εχθρούς της Δύσης ότι δεν υπάρχει «γόητρο» στους Έλληνες. Τι ειρωνία που σχεδόν κάθε άλλος πολιτισμός στον κόσμο σήμερα καταρρέει εκτός από το δυτικό.

Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα ενοχλητικό στην «παγκόσμια συμπερίληψη» ως μια γενικά ζεστή και βολική αρχή – υπό την προϋπόθεση ότι δάσκαλοι και μαθητές κατανοούν τις πραγματικές διαφορές μεταξύ αυτών των πολιτισμών. Όπως και οι ίδιοι οι Έλληνες, οι κλασικιστές δεν πρέπει ποτέ να προσποιούνται ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι ίσοι. Ξέρουν πολύ καλά ότι δεν υπάρχει ένας Φαίδων στην Αίγυπτο, μια Ορέστεια στην Περσία ή μια Ιλιάς στην Ασσυρία, πόσο μάλλον δημοκρατία μεταξύ των Γερμανών της αντίστοιχης εποχής ή πανεπιστήμια στη Γαλατία του τέταρτου π.Χ. αιώνα. Οι φαραώ δεν είχαν σχέδια για αεροπλάνα και ο Σωκράτης, όπως έχει καταδείξει η καθηγήτρια Μαίρη Λέφκοβιτς (Mary Lefkowitz, Μαύρη Αθηνά: Μύθοι και Πραγματικότητα, Κάκτος, 1997) ξανά και ξανά, ούτε μαύρος υπήρξε ούτε προϊόν κλεμμένου αφρικανικού φιλοσοφικού συστήματος. Οι Ρωμαίοι έμαθαν πολλά από την πραγματεία του Μάγωνα του Καρχηδονίου περί γεωργίας, όμως στον πολιτισμό της Καρχηδόνας δεν υπήρξε τίποτα που να μοιάζει έστω με την παράδοση του Θεόφραστου σχετικά με τη δυτική αγρονομία.

Οι συγγραφείς του παρόντος έχουμε ως καθηγητές δεχτεί μεταπτυχιακούς φοιτητές από καλοπροαίρετα προγράμματα «Μεσογειακών Πολιτισμών», που υπερασπίζονται και υποστηρίζουν τις φιλοσοφίες που παραθέσαμε πιο πάνω. Οι μεταπτυχιακοί αυτοί σπουδαστές όχι μόνο αγνοούν, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, τις κλασικές γλώσσες, αλλά συχνά βγαίνουν από τη μεταπτυχιακή τους «κατήχηση» πεπεισμένοι ότι η μελέτης της «προηγουμένως παραμελημένης» γωνιάς της Μεσογείου – των Σουμερίων, των Χετταίων, του Παλαιού Βασιλείου, των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των Περσών, των Φοινικών – αποτελεί το ουσιαστικό συστατικό για την κατανόηση του παρελθόντος και του παρόντος. Γνωρίζουμε, επί παραδείγματι, κάποια που απέκτησε πρόσφατα το διδακτορικό της, της οποίας το μάθημα (κυρίως αρχαιολογικό) «Εισαγωγή στον Κλασικό Δυτικό Πολιτισμό» - αναγκαίο εγχείρημα καθόσον υπάρχουν τόσα μαθήματα σχετικά με την Εγγύς Ανατολή που μπορούν να προσφερθούν στα περισσότερα κολέγια – αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των δέκα εβδομάδων που διήρκεσε στον αιγυπτιακό και τον μινωικό πολιτισμό. Προφανώς είχε διαπαιδαγωγηθεί στην αντίληψη ότι, αν πολιτισμοί έχουν αναπτυχθεί στην αρχαιότητα και στην ανατολική Μεσόγειο, είναι φυσικό να έχουν παρόμοιο ενδιαφέρον και σημασία – σαν οι σύγχρονοι φοιτητές ανθρωπιστικών σπουδών να διδάσκονται ότι η δημοκρατία, ο ατομισμός και η ελεύθερη έκφραση προέκυψαν από κάποια θεοκρατική μοναρχία ή από μια συλλογική δεσποτεία. Βεβαίως είναι υπέρ αυτής το επιχείρημα ότι, αν είσαι αρκετά ανόητος ώστε να προσλάβεις κρυπτο-αιγυπτιολόγο για να διδάξει Κλασικές και Ανθρωπιστικές Σπουδές, αυτό που θα πάρεις θα είναι ιερογλυφικά και ίσως η Παλαιά Διαθήκη, αλλά όχι ο Τάκιτος ούτε ο Όμηρος. Δεν είναι εθνοκεντρικό ούτε σοβινιστικό να παραδεχτεί κάποιος ότι η αυλή του Τιγλάθ-Πιλασάρ Γ’ δεν ήταν σωκρατικός κύκλος, ότι οι κάτοικοι της Σιδώνας δεν έφτιαχναν νόμους με την ψήφο της πλειονότητας, ότι παντού, έξω από την Ελλάδα, υπήρχαν δύο κι όχι τρεις τάξεις, ότι τα δυναστικά πολιτεύματα δεν επέτρεπαν την ύπαρξη κτηματιών κι ότι λογοτεχνία και φιλοσοφία εκτός θρησκείας σπανίως απαντά πέρα από το Αιγαίο. Ωστόσο, η τρέχουσα πολυπολιτισμικότητα στο πανεπιστήμιο κάνει τέτοιου είδους αλήθειες ακατονόμαστες, αν όχι επικίνδυνες.

Όπως πρόσφατα υποστήριξε ένας κλασικιστής, «η πατριαρχική άρνηση της πιθανότητας ενός πρώιμου μητριαρχικού πολιτισμού που απαντά σε παραδοσιακούς κλασικούς είναι ελιτίστικη, (ετερο)σεξιστική, ύπουλα ρατσιστική και αντισημιτική, αφού απορρίπτει την ακαδημαϊκή συζήτηση – δηλαδή την παραγωγή και διάδοση της γνώσης – ενός μητροκεντρικού και ισονομικού πρώιμου πολιτισμού και υποτιμά την αφρικανική επίδραση στην πολιτιστική ανάπτυξη της Δύσης (Bernal, 1987)» (Tina Passman, «Out of the Closet and into the Field: Matriculture, the Lesbian Perspective, and Feministic Classics», Richlin, Νέα Υόρκη/Λονδίνο 1993). Το να υποστηρίξει κάποιος – όπως υποδηλώνουν συντριπτικά τα στοιχεία – ότι η ελληνική σοφία τελικά οφείλει λίγο από τον πυρήνα της σε άλλους μεσογειακούς πολιτισμούς, αρκεί για να χαρακτηριστεί με τα χειρότερα δυνατά επίθετα. Κάτι ακόμη πιο παράξενο, μερικοί λόγιοι έχουν οικοδομήσει καριέρες μέσα στις τελευταίες δεκαετίες επιμένοντας – και πάλι, παραθέτοντας συγγραφείς και επιχειρήματα που έχουν ολοκληρωτικά διαψευστεί – ότι οι Έλληνες άντλησαν πολλές από τις πλευρές του πυρήνα του πολιτισμού τους από την Αφρική και τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Ο Γκάρι Γουίλς απλώς επαναλαμβάνει αυτές τις ανυπόληπτες απόψεις, όταν επιμένει ότι «ο ευρωκεντρισμός, όταν ενσωματώθηκε στη μελέτη των κλασικών, δημιούργησε μια λανθασμένη εικόνα των ίδιων των κλασικών. Η πολυπολιτισμικότητα διαλύει τώρα αυτή την πλάνη. Μαθαίνουμε ότι η «Δύση» είναι ένα, ομολογουμένως λαμπρό, παράγωγο της Ανατολής» (New York Times Magazine, 16 Φεβρουαρίου 1997, σ. 42). Οι μελετητές των κλασικών συνειδητοποιούν τώρα ότι δεν «μαθαίνουμε» κάτι τέτοιο. Αλλά, παρακαλούμε, μήπως θα μπορούσε να μας υποδείξει ο κ. Γουίλς από ποιο ακριβώς μέρος της Ανατολής προήλθε η δημοκρατία, η ελεύθερη έρευνα, η ύπαρξη μεσαίας τάξης, ο στρατός των πολιτών, η πολιτική ελευθερία, η λογοτεχνία χωριστά από τη θρησκεία ή λέξεις όπως «παρωδία», «κυνισμός», «σκεπτικισμός» και μια γλώσσα αφαίρεσης και ορθολογισμού; Μήπως η καθηγήτρια Πάσμαν μπορεί να μας εξηγήσει πού ακριβώς υπήρξε ένας «πρώιμος πολιτισμός ισονομίας» έξω από τον κλασικό κόσμο; Στην Αίγυπτο; Στην Καρχηδόνα; Στην Περσία;

Ο Μάρτιν Μπέρναλ είναι ένας ιστορικός της Κίνας που συγκρίνει τον εαυτό του με τον Σλίμαν και τον Βέντρις – φιλέλληνες κι οι δύο – εξαιτίας της συμβολής του στη μελέτη του κλασικού πολιτισμού παρά τη θέση του ως «ερασιτέχνη» στις Κλασικές Σπουδές. Μας προτρέπει «όχι μόνο να ξανασκεφτούμε τις θεμελιώδεις βάσεις του «δυτικού πολιτισμού» αλλά και να αναγνωρίσουμε τη διείσδυση του ρατσισμού και του «ηπειρωτικού σοβινισμού» σε όλη μας την ιστοριογραφία...» (M. Bernal, Black Athena: The Afroasiatic Roots of Classical Civilization, 1987, σσ. 2, 5). Όχι μόνο όλοι οι πολιτισμοί είναι όμοιοι σε αυτό το μεταμοντέρνο κόσμο, αλλά η ελληνική σοφία αποδεικνύεται να μην είναι καθόλου ελληνική! Ο ρατσισμός σε όλη μας την ιστοριογραφία έχει δημιουργήσει τους Έλληνες που δεν ήταν στ’ αλήθεια Έλληνες. Το παράδοξο είναι πρόδηλο: ο δυτικός πολιτισμός είναι ρατσιστικός, σεξιστικός, πατριαρχικός, παρ’ όλ’ αυτά όμως πρέπει τώρα να ισχυριστούμε ότι όλα ξεκίνησαν στη μαύρη Αφρική και στην Ασία. Οι νεόκοποι αυτοί κριτικοί ας αποφασίσουν, δεν μπορούν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο: ή η Ελλάδα και η Δύση είναι φρικτές και σωστά αποτελούν την αποσκευή ενός καταπιεστικού ευρωπαϊκού πολιτισμού ή όχι. Οι Έλληνες δεν μπορούν να είναι ουτιδανοί και ταυτόχρονα περίτρανη απόδειξη μιας ένδοξης και χαμένης αφρικανικής ή σημιτικής κληρονομιάς.

Ποικίλοι και εντυπωσιακοί πολιτισμοί κατοίκησαν την αρχαία Μεσόγειο, πολιτισμοί που συνεχώς συναλλάσσονταν, δανείζονταν, μοιράζονταν, υιοθετούσαν και απέρριπταν πράγματα ο ένας από τον άλλον κατά την κρίση τους, και όλοι τους αξίζουν επιστημονικής διερεύνησης. Οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες επηρέασαν τον κλασικό κόσμο, ενώ οι ίδιοι οι Έλληνες εντυπωσιάστηκαν κατά καιρούς από τους Σκύθες, τους Κέλτες και τους Καρχηδονίους. Ωστόσο, οι πολιτισμοί ποτέ δεν ήταν και δεν είναι ίδιοι. Αν οι ονομασίες πρέπει ν’ αλλαχτούν για να ταιριάξουν στους καιρούς, πολύ πιο έντιμο θα ήταν να αποκαλέσουμε το πραγματικό τμήμα Κλασικών Σπουδών «τμήμα αντιμεσογειακών σπουδών». Αν η αλήθεια εξακολουθούσε να είναι σκοπός για τα αμερικανικά πανεπιστήμια, τότε θα έπρεπε να διερευνήσουμε το γιατί και το πώς μια μικρούλα, φτωχή χώρα στα νότια Βαλκάνια διέφερε τόσο ριζικά από το γενικό πολιτισμό που μοιράζονταν οι πλουσιότεροι γείτονές της από την άλλη πλευρά της θάλασσας, πώς και γιατί οι αρχές της εξακολουθούν να ασκούν τόσο βαθιά επίδραση ακόμη και τώρα που μιλάμε.

Όταν οι φαραώ συνέχιζαν να καταναγκάζουν μαζικά τα εργατικά χέρια για την κατασκευή των δικών τους πολυτελών τάφων, όταν ο Μεγάλος Βασιλιάς της Περσίας έχτιζε ανάκτορα για τον εαυτό του και ναούς για τους θεούς, όπου δεν μπορούσαν να πατήσουν οι κοινοί άνθρωποι, οι Έλληνες κατασκεύαζαν γυμναστήρια, θέατρα, δικαστήρια, δημόσια ναυπηγεία, αγορές και χώρους συνάθροισης για τους ταπεινούς πολίτες τους. Αυτή είναι μια διαφορετική πραγματικότητα και μπορεί να αξιολογηθεί με απόλυτα κριτήρια. Δεν υπήρξε Πυραμίδα του Περικλή, Μεγάλο Ανάκτορο του Επαμεινώνδα ή μούμια του Αριστείδη. Η Γκίζα και η Περσέπολη εξακολουθούν να είναι ωραίες και να αποτελούν μνημεία του ευφυούς συνδυασμού ανθρώπινου και υλικού κεφαλαίου, αλλά αποτελούν επίσης μαρτυρίες του πώς και γιατί χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα εργατικά χέρια και οι θησαυροί – και για ποιούς. Για ακόμα μια φορά, τίνος οι αρχές «καταρρέουν»;

Την ίδια χονδρικά εποχή που ο Κλεισθένης και οι διάδοχοί του οργάνωναν ξανά την Αθήνα σε έννομη δημοκρατία οικοδομημένη σε εκκλησίες του δήμου, συνελεύσεις και αξιωματούχους εκλεγόμενους από πολίτες και κλήρους, κληρονομικοί πρίγκηπες και ιερείς κυβερνούσαν τους Κέλτες, τους Πέρσες (των οποίων ο «Μέγας» βασιλιάς μπορούσε «να κάνει ό,τι ήθελε»), τους Σκύθες, τους Εβραίους και τους Αιγυπτίους. Δεν υπήρχε Επίγειος Θεός Θεμιστοκλής ούτε Κύριος Σόλων. Ενώ οι Έλληνες αγρότες τελειοποιούσαν ένα σύστημα μαζικής μάχης στις τάξεις των οπλιτών για να σώσουν τη γη και τη συναινετική πόλιν τους, οι Καρχηδόνιοι εξακολουθούσαν να προτιμούν μισθοφόρους, ενώ μια τάξη επαγγελματιών στρατιωτικών κυριαρχούσε από καιρό στην Περσία και στην Αίγυπτο. Ο Μιλτιάδης, εκλεγμένος από τον αθηναϊκό λαό για να τον διοικήσει στον Μαραθώνα εξαιτίας της αποδεδειγμένης ικανότητάς του στην ηγεσία, νίκησε ένα περσικό στρατό που είχε επικεφαλής τους γιους, τους γαμπρούς και τους ανιψιούς του Δαρείου – ως επί το πλείστον ανίκανους και φοβισμένους εμπίστους του Μεγάλου Βασιλιά, διορισμένους σε διοικητικές θέσεις, προγόνους των παρατρεχάμενων του Σαντάμ και της θεοκρατικής φρουράς του Ιράν. Ο Λεωνίδας πεθαίνει με τους άντρες του στην πρώτη γραμμή στις Θερμοπύλες, ενώ από ψηλά τον παρακολουθούσε ο βασιλιάς Ξέρξης που είχε θρονιαστεί στο βουνό. Στη Σαλαμίνα, ενώ ο Θεμιστοκλής κινάει για τη θάλασσα, ο Ξέρξης άλλη μια φορά τραβάει για το βουνό και μετά πίσω στο χαρέμι του. Ναι, είναι «απλώς διαφορετικά έθιμα», αλλά όλοι οι στρατιώτες, σε όλες τις εποχές, σε όλους τους τόπους, εκτιμούν ένα στρατηγό που μοιάζει, πολεμάει και σκέφτεται σαν κι αυτούς – που πολεμάει μπροστά από τους άντρες του, αντί να κάθεται θρονιασμένος στα μετόπισθεν. Ενώ οι Πέρσες προσκυνούσαν το βασιλιά πέφτοντας κατά γης στα πόδια του, ο Αριστοφάνης έκανε Αθηναίους πολιτικούς ηγέτες όπως ο Κλέων να μοιάζουν με συμφεροντολόγους μπούφους και θρησκευτικούς μάντεις να μοιάζουν με απλούς εμπόρους χρησμών που διαλαλούν τα ψεύτικα εμπορεύματά τους. Ενώ ο Αισχύλος μπορούσε να υμνεί την εμφάνιση μιας δημοκρατικής μορφής δίκης με κριτές πολίτες ισότιμους του κατηγορούμενου στην Αθήνα, η δικαιοσύνη στην Αίγυπτο καθοριζόταν πάντα ως «ό,τι αγαπάει ο φαραώ».

Η μελέτη της αρχαίας Μεσογείου μας θυμίζει ότι, ενώ οι Έλληνες συναγωνίζονταν για τιμές στην πόλη μέσω δημοσίων αξιωμάτων, «λειτουργιών» και ομαδικών θυσιών στη μάχη, οι Κέλτες και οι Σκύθες έκαναν συλλογή από κρανία των εχθρών τους για να τα χρησιμοποιήσουν ως κύπελλα. Ο Ευριπίδης αμφισβήτησε την ίδια την ιδέα ενός θεϊκού και λογικού κόσμου κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών που χρηματοδοτούσε το δημόσιο΄ οι Καρχηδόνιοι ιερείς εμπλέκονταν σε βίαιους θεολογικούς καβγάδες και ο φαραώ αναγορευόταν θεός από την παιδική του ηλικία. Ο Ξενοφάνης και ο Πλάτων έφτασαν στο σημείο να απορρίψουν την παράδοση περί ανθρωπόμορφων θεών΄ οι Αιγύπτιοι συνέχιζαν να λατρεύουν θεούς με τη μορφή λιονταριών, βοδιών, κριαριών, λύκων, σκύλων, γάτων, κροκοδείλων, φιδιών, βατράχων και ακρίδων, για να μην αναφέρουμε διάφορες ιβι-, φιδο-, γατο- και λιονταρο-κέφαλες θεότητες με ανθρώπινα σώματα. Σύμφωνοι, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να σφάζουν «βάρβαρα» τα κατοικίδια ζώα τους κατά τις λατρείες τους΄ όμως οι δεντρολάτρες δρυΐδες έπαιρναν οιωνούς από τους σπασμούς ανθρώπινων θυμάτων που το αίμα τους τιναζόταν προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ μαχαιρώνονταν δεμένα σε πασσάλους, και οι Καρχηδόνιοι έκαιγαν παιδιά ζωντανά σε τελετουργικά ολοκαυτώματα. Δεν επαινούμε τους Έλληνες αποικοδομώντας άλλους πολιτισμούς, ωστόσο είναι πια καιρός να αντιληφθούν οι κλασικιστές και τα αμερικανικά πανεπιστήμια ότι υπάρχουν πραγματικές διαφορές μεταξύ Δύσης και μη Δύσης, ότι θεωρούμε δεδομένες αυτές τις διαφορές κάθε μέρα της ζωής μας – και ότι διαφορές σαν κι αυτές γεννήθηκαν με τους Έλληνες. Εμείς, ως κλασικιστές, είτε μας αρέσει είτε όχι, πρέπει πάντα να λέμε την ενοχλητική αλήθεια και να αποφεύγουμε το εύκολο ψέμα΄ πρέπει να πληροφορούμε τους μαθητές μας για την αλήθεια και να ξεχνάμε τις συνέπειες στην καριέρα μας.

Ναι, οι Έλληνες έμαθαν να γράφουν προσαρμόζοντας ένα ανατολικό αλφάβητο στις ανάγκες τους. Ωστόσο, οι Έλληνες της πόλεως πολύ σύντομα μετέτρεψαν το νέο – και πλέον αφάνταστα βελτιωμένο – εργαλείο τους σε δυναμική λυρική ποίηση, δράμα και ιστορία στα χέρια του ατόμου – όχι του κράτους, όχι του Θεού – που έθετε ερωτήματα, ερμήνευε και αμφισβητούσε. Οι Αχαιμενίδες και οι φαραώ, με το ελάχιστο επιτελείο τους γραφέων και ιερέων, χρησιμοποίησαν τις χιλιετίες της γραφής και ανάγνωσης για να παραγάγουν από καθέδρας διακηρύξεις και βασιλικά αρχεία σχετικά με το τι έκαναν οι μεγάλοι άντρες. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκιδίδης έγραψαν ιστορία – ελεύθερη έρευνα των γεγονότων΄ κάτι που οι εγγράμματοι της Εγγύς Ανατολής και της Παλαιάς Διαθήκης δεν έκαναν. Οι κυβερνητικές χρονολογήσεις, τα θρησκευτικά χρονικά, τα στοιχεία των εκστρατείων, τα ιερατεία, τα θρησκευτικά αποφθέγματα και η απαρίθμηση των δυναστειών εξακολουθούν να μην είναι ιστορία. Οι ανατολικές εξουσίες έβαζαν τους καλλιτέχνες τους να επεξεργάζονται μικρά πολύτιμα αντικείμενα και ανάγλυφα που να απεικονίζουν τις κατακτήσεις των ηγεμόνων ή να στολίζουν τους ανακτορικούς τάφους΄ οι Έλληνες παρήγαν φτηνά χρηστικά αγγεία αξεπέραστης ωραιότητας και δημόσιες τοιχογραφίες που εξυμνούσαν τη γενναιότητα της κοινότητας.

Η πόλις μπορεί να φιλοξένησε λατρείες εμπνευσμένες από την Ασία ή αρχιτεκτονικούς ρυθμούς δανεισμένους από την Αίγυπτο, αλλά ουδείς Έλληνας πίστευε ότι υπήρχε καλύτερη πολιτική κατάσταση εκτός Ελλάδας. Γνώριζαν όλοι ότι εκεί έξω δεν υπήρχε πόλις. Έτσι, όταν στην Αμερική μιλάμε για τούτο το παράδοξο, την πολυπολιτισμικότητα, εμείς οι κλασικιστές πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, ακόμα και σκληροί, και να λέμε ότι έχουμε εμπλουτιστεί με διαφορετικές τροφές, μουσικές, μόδες, τέχνες, λογοτεχνίες και γλώσσες – δορυφορικές εμπειρίες γύρω από το αμετάβλητο δυτικό κέντρο μας. Ακόμη και οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές της Δύσης αναγνώριζαν πάντα ότι άλλοι πολιτισμοί προσφέρουν αισθητικά εντυπωσιακές, συγκινητικές εκφράσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Ένα κινέζικο ποίημα, ένα αφρικανικό θεατρικό έργο, μια νουβέλα από το Παντζάμπ ή οι ψαλμοί των Αμερινδών μπορούν να συγκινήσουν το ανθρώπινο συναίσθημα και να αποκαλύψουν την τραγωδία του ανθρώπου στη γη με το ίδιο πάθος και την ίδια ακρίβεια ενός Σοφοκλή ή ενός Βιργίλιου.

Ωστόσο, ούτε ένας από τους πολυπολιτισμικούς κλασικιστές (παρά τις ρητορείες της μόδας) δεν επιθυμεί πραγματικά να αλλοιώσει τον ελληνικό πυρήνα μας για να ζήσουμε υπό αυτόχθονα, προκολομβιανά σχήματα διακυβέρνησης, αϊτινές θρησκευτικές πρακτικές, αραβικά πρωτόκολλα περί γυναικείας συμπεριφοράς, κινεζικούς κανόνες ιατρικής ηθικής, ισλαμικές παραδόσεις εκκλησίας και κράτους, αφρικανικές προσεγγίσεις στην επιστήμη, ιαπωνικά ιδεώδη φυλής, ινδικές κοινωνικές κάστες ή αντιλήψεις ιθαγενών Αμερικανών περί ιδιοκτησίας.

Η διηπειρωτική μετανάστευση είναι εν πολλοίς μονόδρομη υπόθεση. Ελάχιστοι Δυτικοί, ακόμη και οι πλέον λάβροι επικριτές, αφήνουν τις δομές της διακυβέρνησής τους, του δικαίου, της οικονομίας και του πολιτισμού τους για αρχέγονους παραδείσους πέρα από τα σύνορα όπου η ελληνική κληρονομιά δεν έχει κυριαρχήσει. Ο κόσμος, παρελθών και παρών, ψήφιζε πάντα με τα πόδια του και η μοναδική αναχαίτιση της μεγάλης μετανάστευσης προς τη Δύση ήταν να ξαναεπινοήσουν άλλοι πολιτισμοί τους εαυτούς τους κατ’ εικόνα του. Οι μετανάστες του κόσμου, περισσότερο από τους φοιτητές μας των Κλασικών Σπουδών, γνωρίζουν ότι – και γνωρίζουν γιατί – υπάρχουν περισσότερες ελευθερίες, καθαρό νερό, τροφή, θρησκευτική ανοχή και κεφάλαια στη Νότια Κορέα, στο Μεξικό και στην ηπειρωτική Κίνα.

Ωστόσο, πολλοί κλασικιστές τώρα φαίνεται να μην έχουν επίγνωση ή να μην εντυπωσιάζονται με τη μοναδικότητα των Ελλήνων. Υποστηρίζουν ότι η Δύση είναι απλώς ένα κατασκεύασμα ολίγων προνομιούχων των οποίων οι πεποιθήσεις τώρα «καταρρέουν» και ότι οι αδυναμίες της είναι μοναδικές μεταξύ άλλων πολιτισμών, αρχαίων και συγχρόνων. Αλλά δεν υφίσταται το αντίτιμο της υποκρισίας τους; Όλοι τους διατυπώνουν τα επιχειρήματά τους μέσα στην άνεση (υλική, ψυχολογική και νομική) των δυτικών θεσμών που εγγυώνται τα δικαιώματά τους – δικαιώματα που προέρχονται απ’ ευθείας από το ελληνικό όραμα του κόσμου, δικαιώματα που συμπτωματικά τώρα περιλαμβάνουν εγγυημένη απασχόληση για όλη τους τη ζωή και αναμφισβήτητη ακαδημαϊκή ελευθερία του λόγου, δικαιώματα που όμως δεν αναγνωρίζονται ως μοναδικά και δεν εκτιμώνται ως συντηρητικά της ζωής. Διανοητικά αφελής, στην καλύτερη περίπτωση, αυτή η μορφή ακαδημαϊκής πολυπολιτισμικότητας είναι υποκριτική ως το μεδούλι και, ακόμη χειρότερο, εντελώς ξένη προς την ελληνική σοφία.

Τι νόημα λοιπόν πρέπει να βγάλουμε από την παρακάτω περιγραφή του Αίαντα του Σοφοκλή, στην οποία βλέπουμε τη δική μας παθολογία στον ήρωα του δραματουργού, που δεν μπορεί να αλλάξει σ’ ένα μεταβαλλόμενο κόσμο;

Θα χρειαζόταν βεβαίως πολύ περισσότερος χώρος από όσο έχω αφιερώσει σε ένα και μόνο ελληνικό θεατρικό έργο, για να αρχίσω έστω να προσφέρω μια κάπως λεπτομερή περιγραφή όλων των τρόπων με τους οποίους ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός διαφέρει από εκείνον μιας μικρούλας Αθήνας πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Νομίζω όμως ότι και εμείς, στον πολιτισμό μας, χρειαζόμαστε να καταπιαστούμε με τη βαθιά συναισθηματική μας επένδυση στους δικούς μας Τζον Γουέιν, Τσαρλς Μπρόνσον, Τσακ Νόρις και Κλιντ Ίστγουντ – με πρόσωπα των οποίων τη βασική βαρβαρότητα, ηθική άμβλυνση και συναισθηματικό μπλοκάρισμα που βασίζεται στο φύλο τους, καλούμαστε συνεχώς να συγχωρούμε χάρη στα ελάχιστα ψίχουλα συμπεριφοράς τους που προβάλλουν τον «κολοβωμένο» δυναμισμό τους για ανθρώπινο συναίσθημα. Και γιατί; Ίσως επειδή έχουμε μια αχνή επίγνωση ότι, ως κοινωνία, τα προνόμιά μας προέρχονται από τη γενοκτονία των ιθαγενών Αμερικανών, από τη συντριβή της Ιαπωνίας, από την ερήμωση της Κορέας και του Βιετνάμ και – όχι λιγότερο – από τη συστηματική βάρβαρη καταστολή του εγκληματικού στοιχείου στην πατρίδα μας που εκτελείται για λογαριασμό μας από τους στρατιωτικούς και αστυνομικούς μας ήρωες. (Peter W. Rose, “Historicizin Sophocles’ Ajaxστο Barbara Goff, History, Tragedy, Theory. Dialogues on Athenian Drama, Όστιν, 1995, σ. 79).

Τα θύματα της αμερικανικής καταπίεσης του καθηγητή Ρόουζ είναι παράξενα. Μπορεί κανείς να οραματιστεί τον καθηγητή Ρόουζ, τον θεράποντα της ελληνικής παιδείας, να εξηγεί υπομονετικά στους Ιάπωνες στη Νανκίνγκ γιατί πρέπει να απέχουν από τη γενοκτονία, ή να κάνει ευγενικά κήρυγμα στους Βορειοκορεάτες ότι είναι κακό να σκοτώνουν τους συμπολίτες τους χωρίς δίκη; Μπορούμε να φανταστούμε τον καθηγητή Ρόουζ να τραβάει κουπί με τους ανθρώπους στις βάρκες που το σκάνε από το Βιετνάμ, ή να περπατάει ανάμεσα στα εκατομμύρια των κρανίων που σαπίζουν στα φονικά πεδία του Πολ Ποτ; Συνηθίζει άραγε να φεύγει από το πανεπιστήμιο για να κάνει τη βόλτα του το σούρουπο στο κέντρο της πόλης και να έχει χρειαστεί ποτέ την αστυνομία και «τη συστηματική βάρβαρη καταστολή του εγκληματικού στοιχείου» - το αντίθετο λογικό επακόλουθο της οποίας είναι μια «άνευ συστήματος ανθρωπιστική απελευθέρωση του εγκληματικού στοιχείου»;

Οι περισσότεροι «θεωρητικοί» κλασικιστές λοιπόν, ανήσυχοι για τα «προνόμιά» τους, προσδιορίζουν τους εαυτούς τους και την έρευνά τους ως ανένδοτα αντιδυτικούς και προσπαθούν να επιδείξουν όσα περισσότερα διαπιστευτήρια γίνεται, να ισχυριστούν όσο περισσότερες ομοιότητες γίνεται, να απαριθμήσουν όσο περισσότερες ταυτότητες γίνεται προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι δεν σχετίζονται με κανένα τρόπο ή μορφή με τον παραδοσιακό θαυμασμό για τους Έλληνες και την κληρονομιά τους. Κατά συνέπεια, μέσα σε αυτή τη νέα, ιδιοτελή προσέγγιση, μαθαίνουμε πολύ λίγα για τους Έλληνες από τους σημερινούς θεωρητικούς και πάρα πολλά για το δικό τους απύθμενο ναρκισσιμό:

Το βρίσκω δύσκολο ρητορικά να εκθέσω τους τρόπους με τους οποίους το έργο του Φουκό υπήρξε σημαντικό για μένα, χωρίς να αναγνωρίσω την κατακερματισμένη, ανόμοια, διχασμένη φύση της αίσθησης του εαυτού μου, ενός εαυτού που παρήχθη στον ύστερο καπιταλισμό, με φύλο, τάξη κι όλους αυτούς τους δείκτες που τοποθετούν κάποιον δυσδιάκριτα και ασαφώς στον κόσμο. Όλα αυτά επηρεάζουν την επαφή με το μεγάλο άντρα. Είμαι γυναίκα, κάνω ψυχανάλυση, διδάσκω στο πανεπιστήμιο, είμαι μαρξίστρια ιστορικός, φεμινίστρια, κλασικίστρια, διχασμένη, προβληματισμένη για το φύλο μου, στη μέση της συγγραφής ενός βιβλίου για τη Σαπφώ. Και συνειδητοποιώ καθώς γράφω ότι δεν θα μπορούσα να γράψω αυτό το βιβλίο χωρίς τον Μισέλ Φουκό. Πώς γίνεται αυτό; Πρέπει να πάρω τα διάφορα στοιχεία από τα οποία νομίζω ότι αποτελείται ο εαυτός μου και να τα κοιτάξω σε σχέση με το έργο του Φουκό.

Page Dubois, Sappho Is Burning, Σικάγο, 1995, σ. 147.

Προσέξτε την επανάληψη των «εαυτός», «μου», «εμένα» - τόσες φορές μέσα σε πέντε προτάσεις. Ίσως χρειαζόμαστε λίγο λιγότερο από καθηγήτρια Ντιμπουά και λίγο περισσότερο από το γιατί, κατ’ αρχάς, πρέπει να μάθουμε για τους Έλληνες. Διαβάζουμε ότι η καθηγήτρια Ντιμπουά μπορεί να είναι κατακερματισμένη, ανόμοια, φεμινίστρια, διχασμένη, προβληματισμένη σχετικά με το φύλο της και υποχρεωμένη απέναντι στον Μισέλ Φουκό, άραγε όμως είναι πιθανό αυτός ο «εαυτός που παρήχθη στον ύστερο καπιταλισμό» να διδάσκει έξι ως οκτώ μαθήματα το χρόνο στη μη προνομιούχο τάξη, να ανησυχεί για τους άνεργους και υφιστάμενους εκμετάλλευση στο χώρο της, ή να γράφει για τους αμύητους στους Έλληνες και στη Δύση, ή να διδάσκει, ως αυτοαποκαλούμενη μαρξίστρια, τους φτωχούς και τους αμόρφωτους;

Με δυο λόγια, η πόλις, μόνο μετά τα τέλη του τέταρτου π.Χ. αιώνα παρήγαγε κάτι σαν αυτό που θα ορίζαμε τώρα, χωρίς να διαστρέφουμε τα γεγονότα, ως σημερινό Αμερικανό ακαδημαϊκό: Καλοζωισμένος, ελίτ, θεσμικά προστατευμένος στοχαστής του ύστερου εικοστού αιώνα, που κατασκευάζει με επιδεξιότητα ιδέες για τους ομότιμούς του, με τη βεβαιότητα ότι οι συνέπειες αυτών των λύσεων δεν πρέπει και δεν θα ισχύσουν υποχρεωτικά για τον εαυτό του.

Το έγκλημα αυτών των «ήπιων» υποστηρικτών της πολυπολιτισμικότητας είναι η άγνοια και η παράλειψη, κατηγορία αρκετά σοβαρή εναντίον εκείνων που βρίσκονται στις θέσεις τους για να προστατεύουν έναν εξασθενημένο Όμηρο που βάλλεται από παντού. Άλλοι κλασικιστές, όμως, οι «σκληροί» του πολυπολιτισμικού είδους, έχουν εξαπολύσει κατά μέτωπο επίθεση στους Έλληνες. Και αυτοί γράφουν και μιλάνε για τους Έλληνες και τη Δύση, αλλά εστιάζουν μόνο στην ασχήμια αυτής της παράδοσης, την καταπίεση και την κτηνωδία. «Γιατί να μελετάμε τον πολιτισμό της κλασικής αρχαιότητας», ρωτάνε, «αν ήταν απλώς ο μηχανισμός για να επεκταθεί η δουλεία, ο σεξισμός, ο ρατσισμός, ο ιμπεριαλισμός, η πατριαρχία και η αποικιοκρατία, η επίθεση κατά του Άλλου, του μη πολίτη, που συνεχίζεται αμείωτη μέχρι σήμερα;» Οι τελευταίοι τούτοι είναι δημοφιλείς κι έχουν μεγάλη ζήτηση – υπάρχει καλύτερος τρόπος να καταστρέψεις έναν επιστημονικό κλάδο από το να προσφέρεις ανταμοιβές στην τελευταία γενιά εφόσον υπόσχεται ότι θα είναι η τελευταία;

Αυτοί οι κλασικιστές κατηγορούν τον κλασικό κόσμο και τη Δύση για δύο λόγους. Πρώτον, αποδοκιμάζουν την επιτυχημένη και βάναυση ιστορία του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού στη Δύση (η οποία είναι απολύτως αληθινή). Δεύτερον, διατείνονται ότι οι αξίες που είναι ενσωματωμένες στο δυτικό πολιτισμό δεν είναι απλώς δυναμοκεντρικές, είναι τοξικές. Η ακαδημαϊκή, δηλαδή, πολυπολιτισμικότητα του «σκληρού» είδους συχνά σημαίνει ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι ίσοι εκτός από το δυτικό. Η πολυπολιτισμική ποικιλομορφία σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται να μην είναι ποικιλομορφία ιδεών, αλλά μάλλον μια χορεία ανθρώπων συντεταγμένων στην επίθεσή τους σε ό,τι ξεκίνησε από τους Έλληνες. Ωστόσο, αν καλοεξετάσει κανείς τα πράγματα, όλες αυτές οι κατηγορίες των «σκληρών» αποδεικνύονται απλοϊκές ή υποκριτικές ή και τα δύο. Ας εξετάσουμε μερικές από τις πιο κοινές.

* όπου Όμηρος εννοεί την κλασική παιδεία

Πηγή: Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; - Victor Davis Hanson & John Heath

Δεν υπάρχουν σχόλια: