Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Τὸ ρῆμα βάλλω – βάλλομαι

Τὸ ρῆμα βάλλω βάλλομαι.



Ενεστώτας

Παρατατικός

Μέλλοντας

Αόριστος (β)

Οριστική

βάλλω

βάλλεις

βάλλει

βάλλομεν

βάλλετε

βάλλουσι(ν)

ἔβαλλον

ἔβαλλες

ἔβαλλε(ν)

ἐβάλλομεν

ἐβάλλετε

ἔβαλλον

βαλῶ (-έω)

βαλεῖς

βαλεῖ

βαλοῦμεν

βαλεῖτε

βαλοῦσι(ν)

ἔβαλον

ἔβαλες

ἔβαλε(ν)

ἐβάλομεν

ἐβάλετε

ἔβαλον

Υποτακτική

βάλλω

βάλλῃς

βάλλῃ

βάλλωμεν

βάλλητε

βάλλωσι(ν)



βάλω

βάλῃς

βάλῃ

βάλωμεν

βάλητε

βάλωσι(ν)

Ευκτική

βάλλοιμι

βάλλοις

βάλλοι

βάλλοιμεν

βάλλοιτε

βάλλοιεν


βαλοῖμι ἤ βαλοίην

βαλοῖς ἤ βαλοίης

βαλοῖ ἤ βαλοίη

βαλοῖμεν

βαλοῖτε

βαλοῖεν

βάλοιμι

βάλοις

βάλοι

βάλοιμεν

βάλοιτε

βάλοιεν

Προστακτική

-

βάλλε

βαλλέτω

-

βάλλετε

βαλλόντων ἤ βαλλέτωσαν



-

βάλε

βαλέτω

-

βάλετε

βαλόντων ἤ βαλέτωσαν

Απαρέμφατο

βάλλειν


βαλεῖν

βαλεῖν

Μετοχή

βάλλων

βάλλουσα

βάλλον


βαλῶν

βαλοῦσα

βαλοῦν

βαλών

βαλοῦσα

βαλόν


Παρακείμενος

Υπερσυντέλικος

Τετελεσμένος μέλλοντας

Οριστική

βέβληκα

βέβληκας

βέβληκε(ν)

βεβλήκαμεν

βεβλήκατε

βεβλήκασι(ν)

ἐβεβλήκειν

ἐβεβλήκεις

ἐβεβλήκει

ἐβεβλήκεμεν

ἐβεβλήκετε

ἐβεβλήκεσαν

βεβληκώς ἔσομαι

βεβληκώς ἔσῃ (-ει)

βεβληκώς ἔσται

βεβληκότες ἐσόμεθα

βεβληκότες ἔσεσθε

βεβληκότες ἔσονται

Υποτακτική

βεβληκώς ὧ

βεβληκώς ᾖς

βεβληκώς ᾖ

βεβληκότες ὦμεν

βεβληκότες ἦτε

βεβληκότες ὦσι(ν)



Ευκτική

βεβληκώς εἴην

βεβληκώς εἴης

βεβληκώς εἴη

βεβληκότες εἶμεν

βεβληκότες εἶτε

βεβληκότες εἴησαν ἤ εἶεν


βεβληκώς ἐσοίμην

βεβληκώς ἔσοιο

βεβληκώς ἔσοιτο

βεβληκότες ἐσοίμεθα

βεβληκότες ἔσοισθε

βεβληκότες ἔσοιντο

Προστακτική

-

βεβληκώς ἴσθι

βεβληκώς ἔστω

-

βεβληκότες ἔστε

βεβληκότες ἔστων



Απαρέμφατο

βεβληκέναι


βεβληκώς ἔσεσθαι

Μετοχή

βεβληκώς

βεβληκυῖα

βεβληκός


βεβληκώς ἐσόμενος

βεβληκυῖα ἐσομένη

βεβληκός ἐσόμενον

ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ


Ενεστώτας

Παρατατικός

Μέσος μέλλοντας

Μέσος αόριστος (β)

Παρακείμενος

Οριστική

βάλλομαι

βάλλῃ ἤ βάλλει

βάλλεται

βαλλόμεθα

βάλλεσθε

βάλλονται

ἐβαλλόμην

ἐβάλλου

ἐβάλλετο

ἐβαλλόμεθα

ἐβάλλεσθε

ἐβάλλοντο

βαλοῦμαι (-έομαι)

βαλῇ ἤ βαλεῖ

βαλεῖται

βαλούμεθα

βαλεῖσθε

βαλοῦνται

ἐβαλόμην

ἐβάλου

ἐβάλετο

ἐβαλόμεθα

ἐβάλεσθε

ἐβάλοντο

βέβλημαι

βέβλησαι

βέβληται

βεβλήμεθα

βέβλησθε

βέβληνται

Υποτακτική

βάλλωμαι

βάλλῃ

βάλληται

βαλλώμεθα

βάλλησθε

βάλλωνται



βάλωμαι

βάλῃ

βάληται

βαλώμεθα

βάλησθε

βάλωνται

βεβλημένος ὦ

βεβλημένος ᾖς

βεβλημένος ᾖ

βεβλημένοι ὦμεν

βεβλημένοι ἦτε

βεβλημένοι ὦσι(ν)

Ευκτική

βαλλοίμην

βάλλοιο

βάλλοιτο

βαλλοίμεθα

βάλλοισθε

βάλλοιντο


βαλοίμην

βαλοῖο

βαλοῖτο

βαλοίμεθα

βαλοῖσθε

βαλοῖντο

βαλοίμην

βάλοιο

βάλοιτο

βαλοίμεθα

βάλοισθε

βάλοιντο

βεβλημένος εἴην

βεβλημένος εἴης

βεβλημένος εἴη

βεβλημένοι εἶμεν

βεβλημένοι εἶτε

βεβλημένοι εἴησαν ἤ εἶεν

Προστακτική

-

βάλλου

βαλλέσθω

-

βάλλεσθε

βαλλέσθων



-

βαλοῦ

βαλέσθω

-

βάλεσθε

βαλέσθων

-

βέβλησο

βεβλήσθω

-

βέβλησθε

βεβλήσθων

Απαρέμφατο

βάλλεσθαι


βαλεῖσθαι

βαλέσθαι

βεβλῆσθαι

Μετοχή

βαλλόμενος

βαλλομένη

βαλλόμενον


βαλούμενος

βαλουμένη

βαλούμενον

βαλόμενος

βαλομένη

βαλόμενον

βεβλημένος

βεβλημένη

βεβλημένον


Υπερσυντέλικος

Τετελεσμένος μέλλοντας

Παθητικός μέλλοντας

Παθητικός αόριστος

Οριστική

ἐβεβλήμην

ἐβέβλησο

ἐβέβλητο

ἐβεβλήμεθα

ἐβέβλησθε

ἐβέβληντο

βεβλήσομαι

βεβλήσῃ (-ει)

βεβλήσεται

βεβλησόμεθα

βεβλήσεσθε

βεβλήσονται

βεβλημένος ἔσομαι

βεβλημένος ἔσῃ (-ει)

βεβλημένος ἔσται

βεβλημένοι ἐσόμεθα

βεβλημένοι ἔσεσθε

βεβλημένοι ἔσονται

βληθήσομαι

βληθήσῃ ἤ βληθήσει

βληθήσεται

βληθησόμεθα

βληθήσεσθε

βληθήσονται

ἐβλήθην

ἐβλήθης

ἐβλήθη

ἐβλήθημεν

ἐβλήθητε

ἐβλήθησαν

Υποτακτική




βληθῶ

βληθῇς

βληθῇ

βληθῶμεν

βληθῆτε

βληθῶσι(ν)

Ευκτική


βεβλησοίμην

βεβλήσοιο

βεβλήσοιτο

βεβλησοίμεθα

βεβλήσοισθε

βεβλήσοιντο

βεβλημένος ἐσοίμην

βεβλημένος ἔσοιο

βεβλημένος ἔσοιτο

βεβλημένοι ἐσοίμεθα

βεβλημένοι ἔσοισθε

βεβλημένοι ἔσοιντο

βληθησοίμην

βληθήσοιο

βληθήσοιτο

βληθησοίμεθα

βληθήσοισθε

βληθήσοιντο

βληθείην

βληθείης

βληθείη

βληθείημεν ἤ βληθεῖμεν

βληθείητε ἤ βληθεῖτε

βληθείησαν ἤ βληθεῖεν

Προστακτική




-

βλήθητι

βληθήτω

-

βλήθητε

βληθέντων ἤ βληθήτωσαν

Απαρέμφατο


βεβλήσεσθαι ἤ βεβλημένος ἔσεσθαι

βληθήσεσθαι

βληθῆναι

Μετοχή


βεβλησόμενος

βεβλησομένη

βεβλησόμενον

βεβλημένος ἐσόμενος

βεβλημένη ἐσομένη

βεβλημένον ἐσόμενον

βληθησόμενος

βληθησομένη

βληθησόμενον

βληθείς

βληθεῖσα

βληθέν

9 σχόλια:

dangerous_noulis είπε...

Ευχαριστώ πολυ:)Θα ηθελα να σε ρωτησω αν ξερεις αν υπαρχει καποιο βιβλιο που να εχει ολα τα ρηματα των αρχαιων (ανωμαλα) οχι μονο τους αρχικους χρονους τους διοτι τετοια εχω βρει καιστο Ιντερνετ αλλα τα ρηματα αυτα σε ολους τους χρονους σε ολες τις φωνες και εγκλισεις!αν Υπαρχει πες μου...(δεν ξερω αν καταλαβαινεις τι θελω να πω ετσι οπω ς το λεω):P

kalliopi είπε...

κάτι θα υπάρχει λογικά, αλλά δεν έχω υπόψη μου κάτι συγκεκριμένο... μπορείς να ρωτήσεις όμως σε διάφορα βιβλιοπωλεία και να δεις.

Michael είπε...

Παρατήρησα ότι ορθογραφείς το 'εώρακα' με ω, ενώ στην Υποτακτική με ο (εορακώς ω). Στην παθητική φωνή δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Έριξα μια ματιά στο πρόγραμμα Μουσαίος και είδα ότι υπάρχουν και οι δύο τύποι, με την διαφορά ότι το "εόρακα" και οι τύποι που προέρχονται απ' αυτό απαντάται πολύ λιγότερο από το 'εώρακα'. Θα μπορούσες να διαλευκάνεις την υπόθεση. Ευχαριστώ -Μιχάλης.

paganinos@yahoo.com

Unknown είπε...

Ευχαριστωω

Unknown είπε...

Μόνο αυτό το ρήμα έχεις;

Unknown είπε...

Υπερσυντ'ελικο η μέση φωνή δεν έχει;

Unknown είπε...

Υπάρχει το βάλλουσαι??

Unknown είπε...

Πολύ καλό μπράβο σας

Unknown είπε...

Χαχα Μπένκ μενκ