Τετάρτη 11 Απριλίου 2007

Β’ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ


Στοὺς ῥηματικοὺς τύπους ξεχωρίζουμε διάφορα στοιχεία: κατάληξη, θέμα, χαρακτήρας, αύξηση, αναδιπλασιασμό καὶ τὸ βοηθητικὸ ῥῆμα (ὅταν ὁ τύπος σχηματίζεται περιφραστικά). Π.χ. στὸν τύπο λύ-ω τὸ λυ- εἶναι θέμα, τὸ -υ- χαρακτήρας, τὸ κατάληξη΄ στὸν τύπο ἔ-λυ-ον τὸ ε- εἶναι αὔξηση, τὸ -λυ- θέμα, τὸ -ον κατάληξη.

1. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατὰληξη τοῦ ῥηματικοῦ τύπου εἶναι τὸ τελευταίο μέρος ποὺ ἀλλάζει, γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἡ φωνή, τὸ πρόσωπο, ὁ ἀριθμός, ἡ ἔγκλιση καὶ ὁ χρόνος: -ω, -εις, -ει, -ομεν, -ετε, -ουσι΄ -ω, -ῃς, ῃ κτλ.΄ -ον, -ες, -ε κτλ.΄ -ομαι, -ει, -εται κτλ.΄ -ωμαι, -ῃ, -ηται κτλ.

2. ΘΕΜΑ

Κάθε ῥῆμα κανονικὰ ἔχει δύο θέματα, ἀπὸ τὰ ὁποία σχηματίζονται οἱ διάφοροι τύποι του. Τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι τὸ ῥηματικὸ καὶ τὸ χρονικό.

α) Ῥηματικὸ θέμα λέγεται τὸ ἀ ρ χ ι κ ὸ θέμα ποὺ χρησιμεύει ὡς βάση στὸ σχηματισμὸ τῶν χρονικῶν θεμάτων τοῦ ῥήματος. Ἔτσι: τὸ ῥηματικὸ θέμα τοῦ ῥήματος βλάπτω δὲν εἶναι τὸ βλαπτ- (ὅπως στὸν ἐνεστῶτα βλάπτ-ω) παρὰ βλαβ- (ὅπως στὸ ὄνομα βλάβη)΄ τὸ ῥηματικὸ θέμα τοῦ ῥήματος ἀλλάσσω δὲν εἶναι ἀλλασσ- (ὅπως στὸν ἐνεστῶτα ἀλλάσσ-ω), παρὰ ἀλλαγ- (ὅπως στὸ ὄνομα ἀλλαγ-η) κτλ.

β) Χρονικὸ θέμα λέγεται τὸ ἰ δ ι α ί τ ε ρ ο θέμα ποὺ μ’ αὐτὸ σχηματίζονται οἱ τύποι ὁρισμένου χρόνου ἤ ὁρισμένων χρόνων. Τὸ χρονικὸ αὐτὸ θέμα προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ῥηματικὸ θέμα ποὺ μετασχηματίζεται στοὺς διάφορους χρόνους καὶ παίρνει διάφορες μορφές.

Κανονικὰ ἔχουν κοινὸ χρονικὸ θέμα ὁ ἐνεστῶτας μὲ τὸν παρατατικό, ὁ μέλλοντας μὲ τὸν ἀόριστο καὶ ὁ παρακείμενος μὲ τὸν ὑπερσυντέλικο καὶ τὸν συντελεσμένο μέλλοντα. Π.χ.

Ἐνεργητικὴ φωνή

ἐνεστῶτας

βλάπτω

χρονικὸ θέμα

βλαπτ-

παρατατικός

ἔ-βλαπτ-ον

μέλλοντας

βλάψ

χρονικὸ θέμα

βλαψ-

ἀόριστος

ἔ-βλαψ

παρακείμενος

βέ-βλαφ

χρονικὸ θέμα

βεβλαφ-

ὑπερσυντέλικος

ἐ-βε-βλάφ-ειν

συντελεσμένος μέλλοντας

βε-βλαφ-ὼς ἔσομαι

Μέση φωνή

παρακείμενος

βέ-βλαμ-μαι

χρονικὸ θέμα

βεβλαφ-

ὑπερσυντέλικος

ἐ-βε-βλάμ-μην

3. ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

α) Ὁ χαρακτῆρας τοῦ ῥηματικοῦ θέματος λέγεται ῥηματικὸς χαρακτῆρας: π.χ. τοῦ ῥ. λύω ῥηματικὸ θέμα λυ-, ῥηματικὸς χαρακτήρας –υ-΄ τοῦ ῥ. κόπτω ῥηματικὸ θέμα κοπ-, ῥηματικὸς χαρακτήρας –π-΄

β) Ὁ χαρακτῆρας τοῦ χρονικοῦ θέματος λέγεται χρονικὸς χαρακτῆρας. Π.χ. (λύ-ω), μέλλοντας λύσ-ω, χρονικὸ θέμα λυσ-, χρονικὸς χαρακτῆρας –σ-, παρακείμενος λέ-λυ-κα, χρονικὸ θέμα λε-λυκ-, χρονικὸς χαρακτῆρας –κ-.

Κατὰ τὸν ῥηματικὸ χαρακτῆρα τὰ ῥήματα καὶ τῶν δύο συζυγιῶν διαιροῦνται σὲ φωνηεντόληκτα (λύ-ω, ἵ-στη-μι) καὶ συμφωνόληκτα (γράφ-ω, δείκ-νυ-μι). Καὶ ὑποδιαιροῦνται:

α) τὰ συμφωνόληκτα σὲ ἀφωνόληκτα (διώκ-ω, γράφ-ω, πείθ-ω, δείκ-νυ-μι), σὲ ἐνρινόληκταὑγρόλυκτα (βάλλ-ω, δέρ-ω, ὄλ-λυ-μι, μέν-ω) καὶ σὲ λίγα σιγμόληκτα (σβέσ-νυ-μι = σβέννυμι).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Α’ συζυγία (ῥήματα σὲ )

Β’ συζυγία

(ῥήματα σὲ -μι)

φωνηεντόληκτα

ἀσυναίρετα

βαρύτονα

λύ-ω,

παιδεύ-ω,

κυλί-ω,

χρί-ω,

σεί-ω,

κλαί-ω,

καί-ω

ἵ-στη-μι,

τί-θη-μι,

ἵ-η-μι,

δί-δω-μι,

στρώ-ν-νυ-μι

συνηρημένα

περισπώμενα

(σὲ -άω)

τιμά-ω=ῶ

(σὲ -έω)

ποιέ-ω=ῶ

(σὲ -όω)

δηλό-ω=ῶ

συμφωνόληκτα

ἀφωνόληκτα

βαρύτονα

τρίβ-ω,

ἄγ-ω, τάσσ-ω,

(θ. ταγ-)

ἐλπίζ-ω

(θ. ἐλπιδ-)

μείγ-νυ-μι,

δείκ-νυ-μι,

ζεύγ-νυ-μι

ἐνρινόληκτα

νέμ-ω,

μέν-ω, ἀγγέλλ-ω,

δέρ-ω

ὄλ-λυ-μι

σιγμόληκτα

(κεράσ-νυ-μι)

κεράννυμι,

(σβέσ-νυ-μι)

σβέννυμι

4. ΑΥΞΗΣΗ

Α) ΟΜΑΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΑ ΑΠΛΑ ΡΗΜΑΤΑ

Στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους τῆς ὁριστικῆς (δηλ. στὸν παρατατικό, τὸν ἀόριστο καὶ τὸν ὑπερσυντέλικο) τὰ ῥήματα παίρνουν στὴν ἀρχὴ τοῦ θέματος αὔξηση.

Ἡ αὔξηση δηλώνει τὸ παρελθὸν καὶ εἶναι δύο εἰδῶν: συλλαβικὴ καὶ χρονική.

1. Συλλαβικὴ αὔξηση παίρνουν τὰ ῥήματα ποὺ τὸ θέμα τους ἀρχίζει ἀπὸ σύμφωνο. Καὶ εἶναι συλλαβικὴ αὔξηση ἡ π ρ ο σ θ ή κ η ἑνὸς ε (μὲ ψιλή) στὴν ἀρχὴ τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ ὁποῖο σχηματίζεται καθένας ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους τῆς ὁριστικῆς: (λύ-ω), παρατ. -λυον, ἀόρ. -λυσα, ὑπερσ. -λελύκειν.

2. Χρονικὴ αὔξηση παίρνουν τὰ ῥήματα ποὺ τὸ θέμα τους ἀρχίζει ἀπὸ φωνῆεν (ἤ δίφθογγο). Καὶ εἶναι χρονικὴ αὔξηση ἡ ἔ κ τ α σ η τοῦ ἀρχικοὺ βραχύχρονου φωνήεντος τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ ὁποῖο σχηματίζεται καθένας ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους τῆς ὁριστικῆς.

Κατὰ τὴν χρονικὴ αὔξηση γίνονται οἱ ἀκόλουθες ἐκτάσεις:

τὸ α σὲ η: κούω - κουον

τὸ ε σὲ η: λπίζω - λπιζον

τὸ ο σὲ ω: ρίζω - ριζον

τὸ ι (βραχύχρονο) σὲ ι (μακρόχρονο): κετεύω - κέτευον

τὸ υ (βραχύχρονο) σὲ υ (μακρόχρονο): βρίζω - βριζον

τὸ αι σὲ : αἰσθάνομαι - σθανόμην

τὸ ει σὲ : εἰκάζω - καζον

τὸ αυ σὲ ηυ: αὐξάνω – ηὔξανον

τὸ ευ σὲ ηυ: εὔχομαι – ηὐχόμην

τὸ οι σὲ : οἰκτίρω - κτιρον

Β) ΟΜΑΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΑ ΣΥΝΘΕΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Τὰ σύνθετα ἤ παρασύνθετα ῥήματα ποὺ τὸ α’ συνθετικό τους εἶναι πρόθεση παίρνουν ἐσωτερικὴ αὔξηση, δηλ. ἔχουν τὴ συλλαβικὴ ἤ χρονικὴ αὔξηση μετὰ τὴν πρόθεση: εἰσ-φέρω: εἰσ--φερον΄ ὑπερβάλλω: ὑπερ--βαλλον΄

συν-άγω: συν-γον΄ συν-οικῶ: συνκουν, συν-κησα΄ ἀν-αλίσκω καὶ

ἀν-αλόω: ἀν-λισκον καὶ ἀν-λουν, ἀν-λωσα΄ (ἀπὸ τὸ παράνομος) παρασύνθ. παρανομῶ: παρ-ενόμουν, παρ-ε-νόμησα κτλ.΄ (ἀπὸ τὸ ἐγκώμιον) παρασύνθ. ἐγκωμιάζω: ἐν-ε-κωμίαζον, ἐν-ε-κωμίασα κτλ.΄ (ἀπὸ τὸ

ἐπι-στάτης) παρασύνθ. ἐπιστατῶ: ἐπ-ε-στάτουν, ἐπ-ε-στάτησα κτλ.΄ (ἀπὸ τὸ ἐν χειρὶ τίθημι) παρασύνθ. ἐγχειρίζω: ἐν-ε-χείριζον, ἐν-ε-χείρισα.

Τὰ παρασύνθετα ῥήματα ποὺ τὸ α’ συνθετικό τους εἶναι ἄλλη λέξη ἐκτὸς ἀπὸ πρόθεση ἔχουν τη συλλαβικὴ ἤ χρονικὴ αὔξηση στὴν ἀρχή, σὰν νὰ ἦταν ἁπλά: (ἀπὸ τὸ δυστυχής) παρασύνθ. δυστυχῶ - δυστύχουν - δυστύχησα κτλ.΄ (ἀπὸ τὸ μυθολόγος) παρασύνθ. μυθολογῶ - μυθολόγουν - μυθολόγησα κτλ.΄ (ἀπὸ τὸ ἄδικος) παρασύνθ. ἀδικῶ - δίκουν – δίκησα κτλ.΄ (ἀπὸ τὸ οἰκοδόμος) παρασύνθ. οίκοδομῶ - κοδόμουν - κοδόμησα κτλ.

Γ) ΑΝΩΜΑΛΗ ΑΥΞΗΣΗ

Σὲ μερικὰ ῥήματα (ἁπλὰ ἤ σύνθετα καὶ παρασύνθετα) παρουσιάζεται ἀνώμαλη αὔξηση. Ἔτσι:

1. Ἀπὸ τὰ ἁπλὰ ῥήματα:

α) τὰ ῥήματα βούλομαι, δύναμαι καὶ μέλλω(=σκοπεύω νὰ κάνω κάτι) ἔχουν αὔξηση κανονικὴ καὶ ἀνώμαλη (ἀπὸ ἀναλογία πρὸς τὸ θέλω ἤ θέλω - θελον): βουλόμην καὶ βουλόμην - βουλήθην καὶ βουλήθην΄ δυνάμην καὶ δυνάμην - δυνήθην καὶ δυνήθην΄ μελλον καὶ μελλον.

β) μερικὰ ῥήματα ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ ε ἔχουν αὔξηση ει καὶ ὄχι η: ἐθίζω (=συνηθίζω) – εἴθιζον΄ ἑλίττω(=τυλίγω) – εἴλιττον΄ ἕλκω(=σέρνω) – εἷλκον΄ ἕπομαιεἱπόμην΄ περι-έπω(=μεταχειρίζομαι κάποιον καλά, καλομεταχειρίζομαι - ἤ μεταχειρίζομαι κακά, κακομεταχειρίζομαι) – περιεῖπον΄ ἐργάζομαιεἰργαζόμην΄ ἕρπωεἷρπον΄ ἐστιάω-ῶ(=φιλεύω) – εἱστίων΄ ἔχωεἶχον΄ ἐάω, ἐῶ(=άφήνω) – εἴων.

γ) τὰ ῥήματα ὠθῶ, ὠνοῦμαι(=ἀγοράζω) καὶ (κατ)άγνυμι(=σπάζω), ἄν καὶ ἀρχίζουν ἀπὸ φωνῆεν, ἔχουν συλλαβικὴ αὔξηση: -ώθουν, -ωνούμην,

(κατ-)-αξα.

δ) τὸ ῥῆμα ὁράω-ῶ(=βλέπω) στὸν παρατατικό, τὸ ῥῆμα ἁλίσκομαι (=πιάνομαι, κυριεύομαι) στὸν β’ ἀόριστο καὶ τὸ ῥῆμα ἀν-οίγω σὲ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους ἔχουν δύο συγχρόνως αὐξήσεις, συλλαβικὴ καὶ χρονική: ὁρῶ - ἑώρων΄ ἁλίσκομαι - ἑάλων΄ (ἀν)-οίγω – (ἀν)-ἐῳγον - ἀνέῳξα (ἔτσι καὶ ἔοικα - ἐῴκειν).

ε) τὸ ῥῆμα ἑορτάζω παίρνει τὴ χρονικὴ αὔξηση στὴ δεύτερη συλλαβή: ἑρταζον, ἑρτασα.

2. Ἀπὸ τὰ σύνθετα ἤ παρασύνθετα ῥήματα:

α) μερικὰ ἔχουν τὴν αὔξηση στὴν ἀρχή, δηλ. πρὶν ἀπὸ τὴν πρόθεση, σὰν νὰ ἦταν ἁπλά:

ἀμφιέννυμι(=ντύνω) - μφιέννυν - μφίεσσα

ἐπείγω(=ἐπισπεύδω, βιάζω) - πειγον

ἐπίσταμαι(=ξέρω καλά) - πιστάμην

καθέζομαι(=κάθομαι) - καθεζόμην

ἐγγυάω-ῶ(=δίνω κάτι γιὰ ἐνέχυρο΄ παρασύνθετο ἀπὸ τὴ λέξη ἐγγύη= ἐνέχυρο) - γγύων - γγύησα

ἐναντιόομαι-οῦμαι (παρασύνθ. ἀπὸ τὴ λέξη ἐναντίος) - ναντιούμην

ἐμπεδόω-ῶ(=στερεώνω΄ παρασύνθ. ἀπὸ τὴ λέξη μπεδος=στερεός) - μπέδουν

ἐμπολάω-ῶ(=ἐμπορεύομαι΄ παρασύνθ. ἀπὸ τὴ λέξη ἐμ-πολή=ἐμπόρευμα) - μπόλων

προοιμιάζομαι (παρασύνθ. ἀπὸ τὴ λέξη προοίμιον) – ποιητ. προοιμιασάμην

β) μερικὰ ἄλλοτε ἔχουν τὴν αὔξηση στὴν ἀρχή, σὰν νὰ ἦταν ἁπλά, καὶ ἄλλοτε παίρνουν ἐσωτερικὴ αὔξηση (μετὰ τὴν πρόθεση):

καθεύδω(=κοιμᾶμαι) – παρατ. -κάθευδον καὶ καθηῦδον

κάθημαι (κατὰ + ἧμαι) – παρατ. -καθήμην καί (χωρὶς αὔξηση) καθ-ήμην

καθίζω (κατὰ + ἵζω)(=βάζω κάποιον νὰ καθίσει) – παρατ. -κάθιζον, ἀόρ.

-κάθισα καὶ κάθισα

ἐκκλησιάζω(=μαζεύομαι σὲ συνέλευση στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου) – παρατ. κκλησίαζον καὶ ἐξ-ε-κλησίαζον

γ) μερικὰ ἔχουν συγχρόνως δύο αὐξήσεις, δηλ. πρὶν ἀπὸ τὴν πρόθεση καὶ μετὰ τὴν πρόθεση:

ἀμφι-γνοέω-ῶ(=ἀμφιβάλλω) – παρατ. μφ-ε-γνόουν, ἀόρ. μφ-ε-γνόησα

ἀμφισβητέω-ῶ (ἀμφίς + βῆναι τοῦ ῥ. βαίνω: ἀρχικὰ ἀμφίς – βητὼ καὶ ἔπειτα νομίστηκε σὰν ἀμφι-σβητῶ) – παρατ. μφ-ε-σβήτουν, ἀόρ. μφ-ε-σβήτησα

ἀν-έρχομαι (ἀνά + ἔρχομαι) – παρατ. ἠν-ειχόμην, ἀόρ. ἠν-ε-σχόμην

ἐν-οχλέω-ῶ (ἐν + ὀχλῶ) – παρατ. ἠν-ώχλουν, ἀόρ. ἠν-ώχλησα

(ἐπ)ανορθόω-ῶ (ἐπί + ἀνά + ὀρθῶ) – παρατ. (ἐπ)ην-ώρθουν, ἀόρ.

(ἐπ)ην-ὠρθωσα

5. ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ

Α) ΟΜΑΛΟΣ ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΣΤΑ ΑΠΛΑ ΡΗΜΑΤΑ

Οἱ σ υ ν τ ε λ ε σ τ ι κ ο ὶ χ ρ ό ν ο ι (παρακείμενος, ὑπερσυντέλικος καὶ συντελεσμένος μέλλοντας) ἔχουν στὴν ἀρχὴ τοῦ θέματος, ἀναδιπλασιασμὸ σὲ ὅλες τὶς ἐγκλίσεις καὶ στὸ ἀπαρέμφατο καὶ τὴ μετοχή.

Ὁ ἀναδιπλασιασμὸς εἶναι τριῶν εἰδῶν:

1. Ἐπανάληψη τοῦ ἀρχικοῦ συμφώνου τοῦ θέματος μαζὶ μὲ ἕνα ε:

(λύ-ω) λέ-λυ-κα

Τέτοιον ἀναδιπλασιασμὸ παίρνουν τὰ ῥήματα ποὺ τὸ θέμα τους ἀρχίζει α) ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ σύμφωνο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καὶ β) ἀπὸ δύο σύμφωνα ἀπὸ τὰ ὁποία τὸ πρῶτο εἶναι ἄφωνο καὶ τὸ δεύτερο ὑ γ ρ ὸ ἔ ν ρ ι ν ο. Π.χ.

ἐνεστῶτας

παρακείμενος

ὑπερσυντέλικος

συντελεσμὲνος μέλλοντας

λύ-ω

λέ-λυ-κα

ἐ-λε-λύ-κειν

-

πνέ-ω (θ. πνευ-)

πέ-πνευ-κα

ἐ-πε-πνεύ-κειν

-

γράφ-ομαι

γέ-γραμ-μαι

ἐ-γε-γράμ-μην

γε-γράψομαι

Ὅταν τὸ ἀρχικὸ σύμφωνο τοῦ θέματος εἶναι δασύπνοο (χ – φ – θ), τρέπεται στὴ συλλαβὴ τοῦ ἀναδιπλασιασμοῦ στὸ ἀντίστοιχο ψιλόπνοο (κ – π – τ): χορεύ-ω, κε-χόρευ-κα, -κε-χορεύ-κειν΄ φυτεύ-ω, πε-φύτευ-κα, -πε-φυ-τεύ-κειν΄ θύ-ω, τέ-θυ-κα, -τε-θύ-κειν.

2. Συλλαβικὴ αὔξηση: (στρατηγέω-ῶ) ἐ-στρατήγηκα.

Τέτοιον ἀναδιπλασιασμὸ παίρνουν τὰ ῥήματα ποὺ τὸ θέμα τους ἀρχίζει α) ἀπὸ ἕνα διπλὸ σύμφωνο ἤ ἀπὸ ΄ β) ἀπὸ δύο σύμφωνα, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι τὸ πρῶτο ἄφωνο καὶ τὸ δεύτερο ὑγρὸ ἤ ἔνρινο΄ γ) ἀπὸ τρία σύμφωνα. Π.χ.

ἐνεστῶτας

παρακείμενος

ὑπερσυντέλικος

συντελεσμένος μέλλοντας

ψεύδ-ομαι

-ψευσ-μαι

-ψεύσ-μην

-ψεύσομαι

ῥίπτ-ω

-ρριφ-α

-ρρίφ-ειν

-

φθείρ-ω

-φθαρ-κα

-φθαρ-κειν

-

σκοπέω-ῶ

-σκεμ-μαι

-σκέμ-μην

-σκέψομαι

στρατεύ-ομαι

-στράτευ-μαι

-στρατεύ-μην

-

3. Χρονικὴ αὔξηση: (ἀδικῶ) ἠδίκησα.

Τέτοιον ἀναδιπλασιασμὸ παίρνουν τὰ ῥήματα ποὺ τὸ θέμα τους ἀρχίζει ἀπὸ φωνῆεν (ἤ δίφθογγο):

ἐνεστῶτας

παρακείμενος

ὑπερσυντέλικος

ἁθροίζω

θροικα

θροίκειν

ἐρημόω-ῶ

ρήμωκα

ρημώκειν

ὁμιλέω-ῶ

μίληκα

μιλήκειν

αἰσθάνομαι

σθημαι

σθήμην

οἰκέω-ῶ

κηκα

κήκειν

Β) ΟΜΑΛΟΣ ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΣΤΑ ΣΥΝΘΕΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Τὰ σύνθετα ἤ παρασύνθετα ῥήματα κανονικὰ ἔχουν τὸν ἀναδιπλασιασμὸ ὅπου καὶ τὴν αὔξηση. Ἔτσι ἔχουν τὸν ἀναδιπλασιασμό:

α) μετὰ τὴν πρόθεση (ὅπως καὶ τὴν αὔξηση):

ἀπο-γράφω, παρακ. ἀπο-γέ-γραφα

ἐγ-κωμιάζω, παρακ. ἐγ-κέ-κωμίακα

συν-οικῶ, παρακ. συν-κηκα

προαπο-στέλλω, παρακ. προαπ-έ-σταλκα

β) στὴν ἀρχή (ὅπως καὶ τὴν αὔξηση):

δυστυχῶ, παρακ. δε-δυστύχηκα

μυθολογῶ, παρακ. με-μυθολόγηκα

ἀδικῶ, παρακ. δίκηκα

οἰκοδομῶ, παρακ. κοδόμηκα

Γ) ΑΝΩΜΑΛΟΣ ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ

Μερικὰ ῥήματα ἔχουν ἀνώμαλο ἀναδιπλασιασμό. Ἔτσι:

1) Τὰ ῥήματα ποὺ τὸ θέμα τους ἀρχίζει ἀπὸ γν ἔχουν ἀναδιπλασιασμὸ τοῦ β’ εἴδους, δηλ. ὅμοιο μὲ τὴ συλλαβικὴ αὔξηση ε (ἀντίθετα μὲ τὸν κανόνα 270,1), καὶ ἀντίστροφα τὰ ῥήματα κτῶμαι, μιμνήσκομαι (ἤ μιμνῄσκομαι) καὶ πίπτω ἔχουν ἀναδιπλασιασμὸ τοῦ α’ εἴδους (ἀντίθετα μὲ τὸν κανόνα 270,2):

γιγνώσκω (θ. γνω-), παρακ. -γνω-κα

γνωρίζω (θ. γνωριδ-), παρακ. -γνώρι-κα

κτῶμαι (θ. κτα-, κτη-), παρακ. κέ-κτη-μαι

μιμνήσκομαι (θ. μνη-), παρακ. μέ-μνη-μαι

πίπτω (θ. πτω-), παρακ. πέ-πτω-κα

2) Τὸ ῥῆμα ἀν-οίγω ἔχει ἀναδιπλασιασμὸ ὅμοιο μὲ τὴν αὔξησή του: ἀν-έῳχα, ἀν-έῳγ-μαι (ἀπὸ τὸ ἀν-ήFοιχ-α, ἀν-ήοιχα=ἀνέῳχα καὶ ἀπὸ τὸ ἀν-ήFοιγ-μαι, ἀν-ήοιγ-μαι=ἀνέῳγμαι).

3) Τὸ ῥῆμα εἴκω (ποὺ εἶναι ἄχρηστο στὸν ἐνεστῶτα) ἔχει παρακείμενο -οικ-α(=μοιάζω) καὶ ὑπερσυντέλικο ἐ-ῴκ-ειν.

4) Τὰ ῥήματα κα-τάγνυμι, ἁλίσκομαι, ὁρῶ, ώθοῦμαι καὶ ὠνοῦμαι παίρνουν ἀναδιπλασιασμὸ ε, ἄν καὶ ἀρχίζουν ἀπὸ φωνῆεν: κατ--αγ-α, -άλω-κα, -ρα-κα (καὶ -ρα-κα), ἔ-ωσ-μαι, ἐ-ώνη-μαι (ἀπὸ τὸ κατα-Fέ-Fαγ-α, Fε-Fάλω-κα, Fέ-Fωθ-μαι, Fε0 Fώνη-μαι).

5) Τὰ ῥήματα ἐθίζω, ἕλκω, ἐργάζομαι, ἑστιάω-ῶ, καὶ ἐάω-ἐῶ παίρνουν ἀναδιπλασιασμὸ ει (ὅμοιο μὲ τὴν αὔξησή τους): εἴθικα, εἵλκυκα (ἀπὸ θ. ἑλκυ-), εἴργασμαι, εἱστίακα, εἴακα.

6) Τὰ ῥήματα λαμβάνω, λέγω, λαγχάνω, (συλ) λέγω, (δια) λέγομαι καὶ τὰ ἄχρηστα στὸν ἐνεστῶτα μείρομαι(=συμμερίζομαι) καὶ ἔθω(=συνηθίζω) παίρνουν ἀναδιπλασιασμὸ ει: εἴληφα, εἴληχα, (συν)είλοχα, (δι)είλεγμαι, εἵμαρται(=εἶναι πεπρωμένο), εἴωθα(=συνήθιζα).

Δ) ΑΤΤΙΚΟΣ ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ

Μερικὰ ἀπὸ τὰ ῥήματα ποὺ τὸ θέμα τους ἀρχίζει ἀπὸ αεο ἔχουν ἰδιαίτερο εἶδος ἀναδιπλασιασμοῦ ποὺ λέγεται ἀττικὸς ἀναδιπλασιασμός, γιατὶ κυρίως συνηθιζόταν στὴν ἀττικὴ διάλεκτο.

Ἀττικὸς ἀναδιπλασιασμὸς εἶναι ἡ ἐπανάληψη τῶν δύο πρώτων φθόγγων τοῦ θέματος καὶ συγχρόνως ἡ ἔκταση του (ἐσωτερικοῦ τώρα) ἀρχικοῦ φωνήεντος (τοῦ αε σὲ η καὶ τοῦ ο σὲ ω).

Τὰ πιὸ συνηθισμὲνα ῥήματα ποὺ παίρνουν ἀττικὸ ἀναδιπλασιασμὸ εἶναι τὰ ἀκόλουθα:

ἀκούω (θ. ἀκο-), παρακ. ἀκ-κο-α

ἀλείφω (θ. ἀδύνατο ἀλιφ-), παρακ. ἀλ-λιφ-α

ἐλαύνω (θ. ἐλα-), παρακ. ἐλ-λα-κα

ἐλέγχομαι (θ. ἐλεγχ-), παρακ. ἐλ-λεγ-μαι

ἐμέω-ῶ(=κάνω ἐμετό) (θ. ἐμε-), παρακ. ἐμ-με-κα

ἔρχομαι (θ. ἐλυθ-), παρακ. ἐλ-λυθ-α

ἐσθίω(=τρώγω) (θ. ἐδο-),παρακ. ἐδ-δο-κα

ὄμνυμι(=ὁρκίζομαι) (θ. ὀμο-), παρακ. ὀμ-μο-κα

(ἀπ)όλλυμι(=καταστρέφω, χάνω) (θ. ὀλε-), παρακ. ὀλ-λε-κα

(ἀπ)όλλυμαι(=καταστρέφομαι) (θ. ὀλ-), παρακ. ὄλ-ωλ-α(=ἔχω καταστραφεῖ)

ὀρύττω(=σκάβω) (θ. ὀρυχ-), παρακ. ὀρ-ρυχ-α

φέρω (θ. ἐνεκ-), παρακ. ἐν-νοχ-α

ἐγείρομαι (θ. ἐγερ-), παρακ. ἐγ-γερ-μαι(=ἔχω σηκωθεῖ)

ἔγείρομαι (θ. ἐγορ-), παρακ. ἐγρ-γορ-α(=εἶμαι ἄγρυπνος)

6. ΤΟ ΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΡΗΜΑ ΕΙΜΙ

Γιὰ τὸ σχηματισμὸ τῶν περιφραστικῶν χρόνων τῶν ῥημάτων χρησιμεύει τὸ ῥῆμα εἰμὶ ὡς βοηθητικό (ὅπως στὴ νέα τὰ ῥήματα ἔχω καὶ εἶμαι: ἔχω λύσει, εἶμαι λυμένος κτλ.).

Τὸ ῥῆμα εἰμὶ εἶναι ἀνώμαλο καὶ οἱ χρόνοι του στὴν ὁριστικὴ εἶναι:

ἐνεστῶτας: εἰμί (=εἶμαι), (θ. ἐσ-: ἐσ-μί = εἰμί).

Παρατατικός: καὶ ἦν (=ἦμουν), (θ. ἐσ-: ἔσ-α = ἔα = ἦ καὶ μὲ τελικὸ ν ἀπὸ ἀναλογία πρὸς τὸν παρατατικὸ τῶν ἄλλων ῥημάτων: ἦν).

Μέλλοντας: ἔσομαι (=θὰ εἶμαι), (θ. ἐσ-: ἔσ-σομαι = ἔσομαι).

ἀόριστος: ἐ-γεν-όμην (=ἡπήρξα, ἔγινα), (θ. γεν-).

Παρακείμενος: γέ-γον-α (=ἔχω ὑπάρξει, ἔχω γίνει), (θ. γεν = γον-).

ὑπερσυντέλικος: ἐ-γε-γόν-ειν (=εἶχα ὑπάρξει, εἶχα γίνει).

Ἀπὸ τοὺς χρόνους αὐτούς, γιὰ τὸ σχηματισμὸ τῶν περιφραστικῶν ῥηματικῶν τύπων χρησιμοποιοῦνται ὁ ἐνεστῶτας, ὁ παρατατικός καὶ ὁ μέλλοντας, ποὺ κλίνονται κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο:

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΕΥΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

ΑΠΑΡΕΜΦ.

ΜΕΤΟΧΗ

εἰμί

(ἵνα) ὦ

(εἴθε) εἴην

-

εἶναι

ὤν,

γεν. ὄντος

οὖσα, γεν. οὔσης

ὄν,

γεν.

ὄντος

εἶ

ᾖς

εἴης

ἴσθι

ἐστί(ν)

ἤ ἔστι(ν)

εἴη

ἔστω

ἐσμέν

ὦμεν

εἴημεν

ἤ εἶμεν

-

ἐστέ

ἦτε

εἴητε

ἤ εἶτε

ἔστε

εἰσί(ν)

ὦσι(ν)

εἴησαν

ἤ εἶεν

ἔστων

ἤ ὄντων

ἤ ἔστωσαν

(δυϊκός)ἐστόν

ἐστόν

(δυϊκός)

ἦτον

ἦτον

(δυϊκός)

εἴητον

ἤ εἶτον

εἰήτην

ἤ εἴτην

(δυϊκός)

ἔστον

ἔστον

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ἦ καὶ ἦν

ἦσθα

ἦν

ἦμεν

ἦτε ἤ ἦστε

ἦσαν

(δυϊκός)

ἦστον

ἦστην

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΕΥΚΤΙΚΗ

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ

ΜΕΤΟΧΗ

ἔσομαι

ἐσοίμην

ἔσεσθαι

ἐσόμενος

ἐσομένη

ἐσόμενον

ἔσῃ ἤ ἔσει

ἔσοιο

ἔσται

ἔσοιτο

ἐσόμεθα

ἐσοίμεθα

ἔσεσθε

ἔσοισθε

ἔσονται

ἔσοιντο

(δυϊκός)

ἔσεσθον

ἔσεσθον

(δυϊκός)

ἔσοισθον

ἐσοίσθην