Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΣΕ –OΩ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΣΕ OΩ (δηλό-ω= δηλῶ΄ θ.δηλο-)

Α’ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ


Ἐνεστῶτας

Παρατατικός

ὁριστική

(δηλόω) δηλ

(δηλόεις) δηλοῖς

(δηλόει) δηλοῖ

(δηλόομεν) δηλοῦμεν

(δηλόετε) δηλοῦτε

(δηλόουσι) δηλοῦσι(ν)

(δηλόετον) δηλοῦτον

(δηλόετον) δηλοῦτον

(ἐδήλοον) ἐδήλουν

(ἐδήλοες) ἐδήλους

(ἐδήλοε) ἐδήλου

(ἐδηλόομεν) ἐδηλοῦμεν

(ἐδηλόετε) ἐδηλοῦτε

(ἐδήλοον) ἐδήλουν

(ἐδηλόετον) ἐδηλοῦτον

(ἐδηλοέτην) ἐδηλούτην

ὑποτακτική

(δηλόω) δηλ

(δηλόῃς) δηλοῖς

(δηλόῃ) δηλοῖ

(δηλόωμεν) δηλῶμεν

(δηλόητε) δηλῶτε

(δηλόωσι) δηλῶσι(ν)

(δηλόητον) δηλῶτον

(δηλόητον) δηλῶτον


εὐκτική

α’ τύπος ἐνικοῦ:

(δηλόοιμι) δηλοῖμι

(δηλόοις) δηλοῖς

(δηλόοι) δηλοῖ

ἤ β’ τύπος ἐνικοῦ:

(δηλοοίην) δηλοίην

(δηλοοίης) δηλοίης

(δηλοοίη) δηλοίη

(δηλόοιμεν) ποιοῖμεν

(ποιέοιτε) δηλοῖτε

(δηλόοιεν) δηλοῖεν

(δηλόοιτον) δηλοῖτον

(δηλοοίτην) δηλοίτην


προστακτική

-

(δήλοε) δήλου

(δηλοέτω) δηλούτω

-

(δηλόετε) δηλοῦτε

(δηλοόντων) δηλούντων

ἤ (δηλοέτωσαν) δηλούτωσαν

(δηλόετον) δηλοῦτον

(δηλοέτων) δηλούτων


ἀπαρέμφατο

(δηλό-εν) δηλοῦν


μετοχή

(δηλόων) δηλῶν

(δηλόουσα) δηλοῦσα

(δηλόον) δηλοῦν

γενική:

(δηλόοντος) δηλοῦντος

(δηλοούσης) δηλούσης

(δηλόοντος) δηλοῦντος


Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ


Ἐνεστῶτας

Παρατατικός

ὁριστική

(δηλόομαι) δηλοῦμαι

(δηλόῃ ἤ -ει) δηλοῖ

(δηλόεται) δηλοῦται

(δηλοόμεθα) δηλούμεθα

(δηλόεσθε) δηλοῦσθε

(δηλόονται) δηλοῦνται

(δηλόεσθον) δηλοῦσθον

(δηλόεσθον) δηλοῦσθον

(ἐδηλοόμην) ἐδηλούμην

(ἐδηλόου) ἐδηλοῦ

(ἐδηλόετο) ἐδηλοῦτο

(ἐδηλοόμεθα) ἐδηλούμεθα

(ἐδηλόεσθε) ἐδηλοῦσθε

(ἐδηλόοντο) ἐδηλοῦντο

(ἐδηλόεσθον) ἐδηλοῦσθον

(ἐδηλοέσθην) ἐδηλούσθην

ὑποτακτική

(δηλόωμαι) δηλῶμαι

(δηλόῃ) δηλοῖ

(δηλόηται) δηλῶται

(δηλοώμεθα) δηλώμεθα

(δηλόησθε) δηλῶσθε

(δηλόωνται) δηλῶνται

(δηλόησθον) δηλῶσθον

(δηλόησθον) δηλῶσθον


εὐκτική

(δηλοοίμην) δηλοίμην

(δηλόοιο) δηλοῖο

(δηλόοιτο) δηλοῖτο

(δηλοοίμεθα) δηλοίμεθα

(δηλόοισθε) δηλοῖσθε

(δηλόοιντο) δηλοῖντο

(δηλόοισθον) δηλοῖσθον

(δηλοοίσθην) δηλοίσθην


προστακτική

-

(δηλόου) δηλοῦ

(δηλοέσθω) δηλούσθω

-

(δηλόεσθε) δηλοῦσθε

(δηλοέσθων) δηλούσθων

ἤ (δηλοέσθωσαν) δηλούσθωσαν

(δηλόεσθον) δηλοῦσθον

(δηλοέσθων) δηλούσθων


ἀπαρέμφατο

(δηλόεσθαι) δηλοῦσθαι


μετοχή

(δηλοόμενος) δηλούμενος

(δηλοομένη) δηλουμένη

(δηλοόμενον) δηλούμενον


Παρατηρήσεις:

  • Στὰ συνηρημένα ῥήματα ποὺ ἀνήκουν στὴ γ’ τάξη (σὲ -όω) γίνονται οἱ ἀκόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων:

1) ο + ε ο + ο ο + ου = ου: δήλοε = δήλου, δηλόομεν = δηλοῦμεν΄

2) ο + η ο + ω = ω: δηλόητε = δηλῶτε, δηλόωσι = δηλῶσι΄

3) ο + ει ο + ῃ ο + οι = οι: δηλόει = δηλοῖ, δηλόῃ = δηλοῖ, δηλό-οι = δηλοῖ.

Ἔτσι ἀπὸ τὴ συναίρεση τοῦ χαρακτῆρα ο μὲ τὸ ἑπόμενο φωνῆεν τῶν ὁλικῶν καταλήξεων προκύπτουν οἱ φθόγγοι ω, οι και ου.

  • Τὸ ῥ. ῥιγῶ (=μὲ πιάνει ῥίγος, κρυώνω) εἶχε χαρακτῆρα ω (θ. ῥιγω-) καὶ γιὰ τοῦτο, ὅταν συναιρεῖται, ἔχει ω και , ὅπου τα ῥήματα σὲ -όω ἔχουν ουοι (δηλ. συναιρεῖ τὸ χαρακτῆρα ω μὲ τὸ ἑπόμενο φωνῆεν τῶν ὁλικῶν καταλήξεων παντοῦ σὲ ω καὶ :

ὀριστικὴ ἐνεστ. (ῥιγώ-ω) ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ, ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῶσι(ν)΄

παρατ. (ἐρρίγω-ον) ἐρρίγων, ἐρρίγως, ἐρρίγω, ἐρριγῶμεν, ἐρριγῶτε, ἐρρίγων.

ὑποτ. (ῥιγώ-ω) ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ κτλ.

εὐκτ. (ῥιγω-οίην) ῥιγῴην, ῥιγῴης, ῥιγῴη κτλ.

προστ. δὲν ἔχει

ἀπαρ. (ῥιγῶ-εν) ῥιγῶν.

μτχ. (ῥιγώ-ων) ῥιγῶν, γεν. ῥιγῶντος κτλ.

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Τὰ συνηρημένα ῥήματα, ὅπως καὶ τὰ λοιπὰ φωνηεντόληκτα, σχηματίζουν τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνεστῶτα καὶ τὸν παρατατικό, ἀφοῦ προστεθούν στὸ ῥηματικὸ θέμα οἱ σχετικὲς (φαινομενικές) καταλήξεις.

Ἀλλὰ στοὺς χρόνους αὐτοὺς ὁ βραχύχρονος χαρακτῆρας τοῦ θέματος κανονικὰ ἐκτείνεται ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ σύμφωνο τῶν καταλήξεων, δηλαδή:

Τὸ ο ἐκτείνεται σὲ ω:

δηλῶ (θ. δηλο-), δηλ-σω, ἐ-δήλω-σα, δε-δήλω-κα, ἐ-δε-δηλ-κειν΄

δηλ-σομαι, ἐ-δηλω-σάμην, δηλω-θήσομαι, ἐ-δηλθην, δε-δήλω-μαι,

ἐ-δε-δηλ-μην (ἔτσι καί: δηλω-τός, δηλω-τέος, δήλω-σις κτλ.).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Ἤ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ

Τὰ ῥήματα αὐτὰ σχηματίζουν τοὺς χρόνους ὅπως φαίνεται στοὺς παρακάτω πίνακες:

  1. Ῥήματα ποὺ κρατοῦν τὸ βραχύχρονο χαρακτῆρα χωρὶς νὰ παίρνουν σ.

Άρό-ω = ῶ (= ἀλετρίζω, ὀργώνω), (θ. ἀρο-),

ἀόρ. ἤρο-σα.

Παθ. ἀρόομαι –οῦμαι.

ῥημ. Έπιθ. ἀρο-τός.

παράγ. ἄρο-τος, ἄρο-σις, ἀρό-σιμος, ἀρο-τήρ, ἄρο-τρον κτλ.

  1. Ῥήματα ποὺ ἐκτείνουν τὸ βραχύχρονο χαρακτῆρα καὶ παίρνουν σ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ θ, μ, τ.

Χό-ω = χῶ (=σκεπάζω μὲ χώμα), (θ. χο-).

ἐνεστ. χῶ, χοῖς, χοῖ κτλ.

ἀπαρ. χοῦν, συγχοῦν,

παρατ. ἔχοον –ουν (-ους, -ου κτλ.),

μέλλ. χώ-σω,

ἀόρ. ἔ-χω-σα,

παρακ. κέ-χω-κα.

Παθ. –χόομαι –οῦμαι,

παρατ. –εχοόμην –ούμην (ἐχοῦ, ἐχοῦτο κτλ),

Παθ. άόρ. ἐ-χώ-σ-θην,

παρακ. κέ-χω-σ-μια.

ῥημ. ἐπίθ. χω-σ-τός.

παράγ. Χῶ-σις κτλ.

Στὸν ἐνεστ. ὑπάρχει καὶ τύπος χών-νυ-μι, κατὰ τὰ ῥ. σὲ -μι (χώσ-νυ-μι).

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

ΡΗΜΑΤΑ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ Ή ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΑ ΣΕ -ΕΩ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΣΕ –ΕΩ (ποιέ-ω= ποιῶ΄ θ.ποιε-)

Α’ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ


Ἐνεστῶτας

Παρατατικός

ὁριστική

(ποιέω) ποι

(ποιέεις) ποιεῖς

(ποιέει) ποιεῖ

(ποιέομεν) ποιοῦμεν

(ποιέετε) ποιεῖτε

(ποιέουσι) ποιοῦσι(ν)

(ποιέετον) ποιεῖτον

(ποιέετον) ποιεῖτον

(ἐποίεον) ἐποίεις

(ἐποίεες) ἐποίει

(ἐποίεε) ἐποίει

(ἐποιέομεν) ἐποιοῦμεν

(ἐποιέετε) ἐποιεῖτε

(ἐποίεον) ἐποίουν

(ἐποιέετον) ἐποιεῖτον

(ἐποιεέτην) ἐποιείτην

ὑποτακτική

(ποιέω) ποι

(ποιέῃς) ποιῇς

(ποιέῃ) ποι

(ποιέωμεν) ποιῶμεν

(ποιέητε) ποιῆτε

(ποιέωσι) ποιῶσι(ν)

(ποιέητον) ποιῆτον

(ποιέητον) ποιῆτον


εὐκτική

α’ τύπος ἐνικοῦ:

(ποιέοιμι) ποιοῖμι

(ποιέοις) ποιοῖς

(ποιέοι) ποιοῖ

ἤ β’ τύπος ἐνικοῦ:

(ποιεοίην) ποιοίην

(ποιεοίης) ποιοίης

(ποιεοίη) ποιοίη

(ποιέοιμεν) ποιοῖμεν

(ποιέοιτε) ποιοῖτε

(ποιέοιεν) ποιοῖεν

(ποιέοιτον) ποιοῖτον

(ποιεοίτην) ποιοίτην


προστακτική

-

(ποίεε) ποίει

(ποιεέτω) ποιείτω

-

(ποιέετε) ποιεῖτε

(ποιεόντων) ποιούντων

ἤ (ποιεέτωσαν) ποιείτωσαν

(ποιέετον) ποιεῖτον

(ποιεέτων) ποιείτων


ἀπαρέμφατο

(ποιέεν) ποιεῖν


μετοχή

(ποιέων) ποιῶν

(ποιέουσα) ποιοῦσα

(ποιέον) ποιοῦν

γενική:

(ποιέοντος) ποιοῦντος

(ποιεούσης) ποιούσης

(ποιέοντος) ποιοῦντος


Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ


Ἐνεστῶτας

Παρατατικός

ὁριστική

(ποιέομαι) ποιοῦμαι

(ποιέῃ ἤ -ει) ποι ἤ -εῖ

(ποιέεται) ποιεῖται

(ποιεόμεθα) ποιούμεθα

(ποιέεσθε) ποιεῖσθε

(ποιέονται) ποιοῦνται

(ποιέεσθον) ποιεῖσθον

(ποιέεσθον) ποιεῖσθον

(ἐποιεόμην) ἐποιούμην

(ἐποιέου) ἐποιοῦ

(ἐποιέετο) ἐποιεῖτο

(ἐποιεόμεθα) ἐποιούμεθα

(ἐποιέεσθε) ἐποιεῖσθε

(ἐποιέοντο) ἐποιοῦντο

(ἐποιέεσθον) ἐποιεῖσθον

(ἐποιεέσθην) ἐποιείσθην

ὑποτακτική

(ποιέωμαι) ποιῶμαι

(ποιέῃ) ποι

(ποιέηται) ποιῆται

(ποιεώμεθα) ποιώμεθα

(ποιέησθε) ποιῆσθε

(ποιέωνται) ποιῶνται

(ποιέησθον) ποιῆσθον

(ποιέησθον) ποιῆσθον


εὐκτική

(ποιεοίμην) ποιοίμην

(ποιέοιο) ποιοῖο

(ποιέοιτο) ποιοῖτο

(ποιεοίμεθα) ποιοίμεθα

(ποιέοισθε) ποιοῖσθε

(ποιέοιντο) ποιοῖντο

(ποιέοισθον) ποιοῖσθον

(ποιεοίσθην) ποιοίσθην


προστακτική

-

(ποιέου) ποιοῦ

(ποιεέσθω) ποιείσθω

-

(ποιέεσθε) ποιεῖσθε

(ποιεέσθων) ποιείσθων

ἤ (ποιεέσθωσαν) ποιείσθωσαν

(ποιέεσθον) ποιεῖσθον

(ποιεέσθων) ποιείσθων


ἀπαρέμφατο

(ποιέεσθαι) ποιεῖσθαι


μετοχή

(ποιεόμενος) ποιούμενος

(ποιεομένη) ποιουμένη

(ποιεόμενον) ποιούμενον


Παρατηρήσεις:

  • Στὰ συνηρημένα ῥήματα ποὺ ἀνήκουν στὴ β’ τάξη (σὲ -έω) γίνονται οἱ ἀκόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων:

1) ε + ε = ει: ποίεε = ποίει, ποιέετε = ποιεῖτε΄

2) ε + ο = ου: ποιέομεν = ποιοῦμεν, ποιέον = ποιοῦν΄

3) τὸ ε μὲ μακρόχρονο φωνῆεν ἤ δίφθογγο συναιρεῖται στὸ ἴδιο μακρόχρονο φωνῆεν ἤ δίφθογγο: ποιέω = ποιῶ, ποιέητε = ποιῆτε, ποιέεις =ποιεῖς, ποιέοιμι = ποιοῖμι, ποιέουσα = ποιοῦσα, ποιέῃς = ποιῇς, ποιέουσι = ποιοῦσι.

Ἔτσι προκύπτουν οἱ φθόγγοι ω, η - ῃ, ει, οι και ου.

  • Τὰ ῥήματα σὲ -έω μὲ θέμα μονοσύλλαβο συναιρούνται μόνο, ὅπου μετᾶ τὸ χαρακτῆρα ε ἀκολουθεῖ ἄλλο εει.

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Τὰ συνηρημένα ῥήματα, ὅπως καὶ τὰ λοιπὰ φωνηεντόληκτα, σχηματίζουν τοὺς ἄλλους χρόνους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνεστῶτα καὶ τὸν παρατατικό, ἀφοῦ προστεθούν στὸ ῥηματικὸ θέμα οἱ σχετικὲς (φαινομενικές) καταλήξεις.

Ἀλλὰ στοὺς χρόνους αὐτοὺς ὁ βραχύχρονος χαρακτῆρας τοῦ θέματος κανονικὰ ἐκτείνεται ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ σύμφωνο τῶν καταλήξεων, δηλαδή:

Τὸ ε ἐκτείνεται σὲ η:

ποιῶ (θ. ποιε-), ποι-σω, ἐ-ποίη-σα, πε-ποίη-κα, ἐ-πε-ποικειν΄

ποι-σομαι, ἐ-ποιη-σάμην, ποιη-θήσομαι, ἐ-ποι-θην, πε-ποίη-μαι,

ἐ-πε-ποι-μην (ἔτσι καί: ποιη-τός, ποιη-τέος, ποιη-τής, ποίη-σις, ποίη-μα κτλ.).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Ἤ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ

Τὰ ῥήματα αὐτὰ σχηματίζουν τοὺς χρόνους ὅπως φαίνεται στοὺς παρακάτω πίνακες:

  1. Ῥήματα ποὺ φυλάγουν παντοῦ ἤ σὲ ὁρισμένους τύπους τὸ βραχύχρονο χαρακτῆρα χωρὶς νὰ παίρνουν σ.

Αἰνέω = -ῶ (θ. αἰνε-), συνηθ. σύνθ. ἐπαινῶ, παραινῶ κτλ.,

παρατ. ᾔνεον –ουν,

μέλλ. αἰνέ-σω, ἀόρ. ᾔνε-σα,

παρακ. ᾔνε-κα.

Παθ. αἰνέομαι –οῦμαι,

παρατ. ᾐνεόμην –ούμην,

μέσ. μέλλ. ὥς ἐνεργ. αἰνέ-σομαι,

παθ. μέλλ. αἰνε-θήσομαι,

παθ. ἀόρ. ᾐνέ-θην,

παρακ. ᾔνη-μια.

Ῥημ. ἐπίθ. αἰνε-τός, αἰνε-τέος.

Αἱρέ-ω = -ῶ (=πιάνω, κυριεύω), (θ. αἱρε- καὶ Fελ-),

παρατ. ᾕρεον –ουν,

μέλλ. αἱρήσω,

ἀόρ. εἷλον,

παρακ. ᾕρη-κα,

ὑπερσ. ᾑρή-κειν

Ὥς παθ. τοῦ αἱρέω χρησιμεύει τὸ ῥ. ἁλίσκομαι = πιάνομαι, κυριεύομαι.

Μέσ. μὲ ἐνεργ. Σημασία αἱρέομαι –οῦμαι (=ἐκλέγω, προτιμῶ),

παρατ. ᾑρεόμην –ούμην,

μελλ. αἱρή-σομαι.

Παθ. αἱρέομαι –οῦμαι (=ἐκλέγομαι, προτιμιέμαι),

παρατ. ᾑρεόμην –ούμην,

μελλ. αἱρε-θήσομαι,

ἀόρ. ᾑρέ-θην,

παρακ. ᾕρη-μια,

ὑπερσ. ᾑρή-μην,

συντελ. μέλλ. ᾑρή-σομαι ἤ ᾑρη-μένος ἔσομαι.

Ῥημ. ἐπιθ. αἱρε-τός, αἱρε-τέος

Παράγ. αἵρε-σις κτλ.

Δέ-ω = δῶ (=δένω), (θ. δε-),

παρατ. -έδεον –ουν,

μελλ. δή-σω,

ἀόρ. ἔ-δη-σα,

παρακ. δέ-δε-κα,

ὑπερσ. ἐ-δε-δέ-κειν.

Παθ. δέομαι –οῦμαι,

παρατ. –ε-δε-όμην –ούμην,

παθ. μέλλ. δε-θήσομαι,

παθ. ἀόρ. ἐ-δέ-θην,

παρακ. δέ-δε-μια,

ὑπερσ. ἐ-δε-δέ-μην,

Ῥημ. ἐπίθ. δε-τός, δε-τέος

Παραγ. δέ-σις, δέ-μα κτλ.

Έμέω = ἐμῶ (=ξερνῶ), (θ. ἐμε-),

παρατ. ἤμεον –ουν,

ἀόρ. ἤμε-σα,

Παραγ. ἔμε-σις, ἔμετος κτλ.

Καλέ-ω = καλῶ (ἀρχ. θ. καλ-, μὲ πρόσφυμα ε: καλε-, μὲ μετάθεση καὶ ἔκταση τοῦ α: κλη-),

παρατ. ἐκάλεον –ουν,

μέλλ. συνηρημ. καλῶ (ἀπὸ τὸ καλέ-σω),

ἀόρ. ἐ-κάλε-σα,

παρακ. κέ-κλη-κα,

ὑπερσ. ἐ-κε-κλή-κειν.

Παθ. καλέομαι –οῦμαι,

παρατ. ἐκαλεόμην –ούμην,

μέσ. μέλλ. κα-λοῦμαι (ἀπὸ τὸ καλέ-σομαι),

μέσ. ἀόρ. ἐ-καλε-σάμην,

παθ. μέλλ. κλη-θήσομαι,

παθ. ἀόρ. ἐ-κλή-θην,

παρακ. κέ-κλη-μαι,

ὑπερσ. ἐ-κε-κλή-μην.

Ῥημ. ἐπιθ. κλη-τός, κλη-τέος.

Παραγ. Κλῆ-σις, κλη-τήρ κτλ.

Χέ-ω, χεῖς, χεῖ κτλ΄ (=χύνω), (θ. χεF- = χευ-, ἀδύνατο θ. χυ-),

παρατ. -έ-χε-ον (ἐν-έ-χε-ον, ἐν-έ-χεις, ἐν-έ-χει κτλ.),

μέλλ. χέ-ω,

ἀόρ. -έ-χε-α (ἐν-έ-χε-α, ἐν-έ-χε-ας, ἐν-έ-χε-ε κτλ.).

Παθ. χέομαι,

παρατ. ἐ-χε-όμην,

μέσ. μέλλ. χέ-ομαι,

μέσ. ἀόρ. –ε-χε-άμην (ἐν-ε-χε-άμην, ἐν-ε-χέ-ω, ἐν-ε-χέ-ατο κτλ., ὑποτ.

-χέωμαι, μετ. –χε-άμενος),

παθ. μέλλ. –χυ-θήσομαι,

παθ. ἀόρ. ἐ-χύ-θην,

παρακ. κέ-χυ-μια,

ὑπερσ. ἐ-κε-χύ-μην.

Ῥημ. ἐπιθ. χυ-τός.

Παραγ. Χύσις, χύμα κτλ.

  1. Ῥήματα ποὺ κρατοῦν παντοῦ τὸ βραχύχρονο χαρακτῆρα ε καὶ ἔχουν ἤ παίρνουν σ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ θ, μ, τ.

Αἰδέομαι = -οῦμαι (=ντρέπομαι, σέβομαι), (θ. αἰδεσ-),

παρατ. ᾐδεόμην –ούμην,

μέσ. μέλλ. αἰδέ-σομαι,

μέσ. ἀόρ. ᾐδε-σάμην,

Παθ. ἀόρ. ὥς μέσ. ᾐδέσ-θην,

παρακ. ᾔδεσ-μαι.

Ῥημ. ἐπιθ. Αἰδεσ-τός, αἰδεσ-τέον.

Παράγ. αἴδε-σις, αἰδέ-σιμος κτλ.

Ἀκέομαι = -οῦμαι (=θεραπεύω), (θ. ἀκεσ-),

μέλλ. ἀκοῦμαι,

ἀόρ. ἠκεσάμην,

Ῥημ. Έπιθ. ἀκεστός (ἀνήκεστος).

Ἀλέ-ω = -ῶ (=ἀλέθω), (ἀρχ. θ. ἀλ-, μὲ πρόσφυμα ε: ἀλε-),

παρακ. ἀλ-ήλε-(σ)-μια,

Παράγ. ἄλε-σις, ἄλε-σ-μα, ἀλε-σ-μός, ἀλέ-της (=αὐτὸς ποὺ ἀλέθει), ἀλε-τρίς (=γυναῖκα ποὺ ἀλέθει), ἀλε-τός (=ἄλεσμα).

Ἀρκέω = -ῶ (ἀρχ. θ. ἀρκεσ-),

παρατ. ἤρκεον –ουν,

μέλλ. ἀρκέ-σω,

Παθ. ἀρκέομαι –οῦμαι, εὔχρ. τὸ γ’ ἐν. ἀρκεῖται.

Παράγ. ἄρκε-σις (=ἐπικουρία, ὑπηρεσία), ἄρκεσ-μα(=βοήθεια), ἀρκε-τός κτλ.

Ξέ-ω (=ξύνω), (θ. ξεσ-),

ἀόρ. ἔ-ξε-σα.

Ῥημ. ἐπιθ. ξεσ-τός, ἄ-ξεσ-τος.

Παράγ. ξέσις κτλ.

Τελέ-ω = -ῶ (=ἐκτελῶ), (ἀρχ. θ. τελεσ-),

παρατ. ἐ-ταέλε-ον = -ουν,

μέλλ. συνηρ. τελῶ,

ἀόρ. ἐ-τέλε-σα,

παρακ. τε-τέλε-κα,

ὑπερσ. ἐ-τε-τελέ-κειν.

Παθ. τελέομαι –οῦμαι,

παρατ. ἐτελεόμην –ούμην,

Παθ. μέλλ. τελεσ-θήσομαι,

μέσ. ἀόρ. ἐ-τελε-σάμην,

παθ. ἀόρ. ἐ-τελέσ-θην,

παρακ. τε-ταέλεσ-μια,

ὑπερσ. ἐ-τε-τελέσ-μην,

Ῥημ. ἐπιθ. ἀ-τέλεσ-τος, ἐπι-τελεσ-τέος.

Παράγ. τέλε-σις, τελε-τή κτλ.

Πλέω, πλεῖς, πλεῖ κτλ΄ (θ. πλεF- = πλευ-, πλε-),

παρατ. ἔ-πλε-ον,

μἐλλ. μέσ. ὥς ἐνεργ. πλεύ-σομαι καὶ δωρικὸς πλευ-σοῦμαι,

ἀόρ. ἔ-πλευ-σα,

παρακ. πέ-πλευ-κα,

ὑπερσ. ἐ-πε-πλεύ-κειν.

Παθ. παρακ. πέ-πλευσ-μαι.

Ῥημ. ἐπιθ. πλευσ-τός, ἄ-πλευσ-τος, πλευσ-τέον

Πνέ-ω, πνεῖς, πνεῖ κτλ. (θ. πνεF- = πνευ- = πνε-),

παρατ. ἔ-πνε-ον,

Μέλλ. μέσ. ὥς ἐνεργ. πνεύ-σομαι καὶ δωρικὸς πνευσοῦμαι,

ἀόρ. ἔ-πνευ-σα,

παρακ. πέ-πνευ-κα.

Παράγ. πνευσ-τός, πνεῦ-μα κτλ.

--------------------

Ρῆμα πλέω.



Ενεστώτας

Παρατατικός

Μέλλοντας (μέσος με ενεργητική σημασία)

Οριστική

πλέω

πλεῖς

πλεῖ

πλέομεν

πλεῖτε

πλέουσι(ν)

ἔπλεον

ἔπλεις

ἔπλει

ἐπλέομεν

ἐπλεῖτε

ἔπλεον

πλεύσομαι ἤ πλευσοῦμαι

πλεύσῃ (-ει) ἤ πλευσῇ (-εῖ)

πλεύσεται ἤ πλευσεῖται

πλευσόμεθα ἤ πλευσούμεθα

πλεύσεσθε ἤ πλευσεῖσθε

πλεύσονται ἤ πλευσοῦνται

Υποτακτική

πλέω

πλέῃς

πλέῃ

πλέωμεν

πλέητε

πλέωσι(ν)



Ευκτική

πλέοιμι

πλέοις

πλέοι

πλέοιμεν

πλέοιτε

πλέοιεν


πλευσοίμην

πλεύσοιο ἤ πλευσοῖο

πλεύσοιτο ἤ πλευσοῖτο

πλευσοίμεθα

πλεύσοισθε ἤ πλευσοῖσθε

πλεύσοιντο ἤ πλευσοῖντο

Προστακτική

-

πλε

πλείτω

-

πλεῖτε

πλεόντων



Απαρέμφατο

πλεῖν


πλεύσεσθαι ἤ πλευσεῖσθαι

Μετοχή

πλέων

πλέουσα

πλέον


πλευσόμενος ἤ πλευσούμενος

πλευσομένη ἤ πλευσουμένη

πλευσόμενον ἤ πλευσούμενον


Αόριστος

Παρακείμενος

Υπερσυντέλικος

Τετελεσμένος μέλλοντας

Οριστική

ἔπλευσα

ἔπλευσας

ἔπλευσε(ν)

ἐπλεύσαμεν

ἐπλεύσατε

ἔπλευσαν

πέπλευκα

πέπλευκας

πέπλευκε(ν)

πεπλεύκαμεν

πεπλεύκατε

πεπλεύκασι(ν)

ἐπεπλεύκειν

ἐπεπλεύκεις

ἐπεπλεύκει

ἐπεπλεύκεμεν

ἐπεπλεύκετε

ἐεπλεύκεσαν

πεπλευκὼς ἔσομαι

πεπλευκὼς ἔσῃ (-ει)

πεπλευκὼς ἔσται

πεπλευκότες ἐσόμεθα

πεπλευκότες ἔσεσθε

πεπλευκότες ἔσονται

Υποτακτική

πλεύσω

πλεύσῃς

πλεύσῃ

πλεύσωμεν

πλεύσητε

πλεύσωσι(ν)

πεπλευκὼς ὦ

πεπλευκὼς ᾖς

πεπλευκὼς ᾖ

πεπλευκότες ὦμεν

πεπλευκότες ἦτε

πεπλευκότες ὦσι(ν)



Ευκτική

πλεύσαιμι

πλεύσαις

πλεύσαι

πλεύσαιμεν

πλεύσαιτε

πλεύσαιεν

πεπλευκὼς εἴην

πεπλευκὼς εἴης

πεπλευκὼς εἴη

πεπλευκότες εἶμεν

πεπλευκότες εἶτε

πεπλευκότες εἴησαν ἤ εἶεν


πεπλευκὼς ἐσοίμην

πεπλευκὼς ἔσοιο

πεπλευκὼς ἔσοιτο

πεπλευκότες ἐσοίμεθα

πεπλευκότες ἔσοισθε

πεπλευκότες ἔσοιντο

Προστακτική

-

πλεῦσον

πλευσάτω

-

πλεύσατε

πλευσάντων ἤ πλευσάτωσαν

-

πεπλευκὼς ἴσθι

πεπλευκὼς ἔστω

-

πεπλευκότες ἔστε

πεπλευκότες ἔστων



Απαρέμφατο

πλεῦσαι

πεπλευκέναι


πεπλευκὼς ἔσεσθαι

Μετοχή

πλεύσας

πλεύσασα

πλεῦσαν

πεπλευκὼς ἐσόμενος

πεπλευκυῖα ἐσομένη

πεπλευκὸς ἐσόμενον


πεπλευκὼς ἐσόμενος

πεπλευκυῖα ἐσομένη

πεπλευκὸς ἐσόμενον

Μέση καὶ παθητικὴ φωνή (εὔχρηστες μόνο σὲ ὁρισμένους χρόνους καὶ τύπους): πλέομαι.


Παρακείμενος

Παθητικός μέλλοντας

Παθητικός αόριστος

Οριστική

πέπλευσμαι

πέπλευσαι

πέπλευσται

πεπλεύσμεθα

πέπλευσθε

πεπλευσμένοι εἰσί(ν)

πλευσθήσομαι

πλευσθήσῃ

πλευσθήσεται

πλευσθησόμεθα

πλευσθήσεσθε

πλευσθήσονται

ἐπλεύσθην

ἐπλεύσθης

ἐπλεύσθη

ἐπλεύσθημεν

ἐπλεύσθητε

ἐπλεύσθησαν

Μετοχή

πεπλευσμένος

πεπλευσμένη

πεπλευσμένον