Πόλεμος ή ειρήνη;
Η Οδύσσεια τελειώνει απότομα με τη συμφιλίωση του Οδυσσέα και της οικογένειάς του με τους συγγενείς των σκοτωμένων μνηστήρων. Καθώς η μάχη ξαναρχίζει πάνω από τους νεκρούς πρίγκιπες της Ιθάκης, η Αθηνά τρομοκρατεί τους συγγενείς των μνηστήρων και τους κάνει να τραπούν σε φυγή και να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Εμπλέκεται μάλιστα και ο ίδιος ο Δίας, ρίχνοντας κεραυνό για να προειδοποιήσει τον Οδυσσέα να σταματήσει. Το έπος τελειώνει με τέσσερις ακόμη στίχους, με την ειρήνη να βασιλεύει και πάλι στην Ιθάκη και με τη συμφιλίωση να είναι η τελική έκβαση της εμφύλιας έριδας.
Σε αντίθεση με τον απογοητευτικό κατά κάποιον τρόπο κατευνασμό των παθών, η συμφιλίωση στην τελευταία ραψωδία της Ιλιάδας αποτελεί την καρδιά του έπους. Ο Πρίαμος, ο πατέρας του Έκτορα, πρέπει να συρθεί στα πόδια του ανθρώπου που σκότωσε το γιο του, ικετεύοντας για την επιστροφή του πτώματος για ταφή, και ο φονιάς πρέπει να απολογηθεί για τις ευρύτερες συνέπειες των πράξεών του.
Ο Αχιλλέας βλέπει τώρα, για πρώτη φορά πραγματικά, τα αποτελέσματα των πράξεών του σε άλλους: πατέρες και μητέρες, γυναίκες και παιδιά, μένουν απροστάτευτοι, μια ολόκληρη γενιά νεαρών πολεμιστών έχει μακελευτεί άσκοπα, ο ηρωικός κώδικας από τον οποίο εξαρτάται το νόημα της ίδιας της ζωής αποδεικνύεται απελπιστικά ανεπαρκής. Επιστρέφει το σώμα του μεγαλύτερου εχθρού του, του φονιά του καλύτερου φίλου του, προσπαθώντας ακόμη να ελέγξει το θυμό του. Εδώ τα διαμειβόμενα είναι εσωτερικά όσο και εξωτερικά΄ ο Αχιλλέας αρχίζει να αντιλαμβάνεται την κοινή τραγωδία της ζωής, αντικρίζοντας το φριχτό νόημα του θανάτου για πρώτη φορά. Ο απότομα ενηλικιωμένος ήρωας μαθαίνει ότι είμαστε όλοι – Τρώες και Έλληνες όμοια – πλάσματα μιας μέρας, υποκείμενα στην ίδια ιδιότροπη μοίρα, που μοιράζονται την κοινή ανθρώπινη ιδιότητα που μας κάνει να είμαστε κοντύτερα ο ένας στον άλλον απ’ όσο νομίζουμε. Ωστόσο, η συμφιλίωση των εχθρών είναι στιγμιαία, ψυχολογικά και συναισθηματικά, η μάχη θα συνεχιστεί μετά από την εκεχειρία για να ταφεί ο Έκτωρ. Όπως παρατηρεί θλιμμένα ο Πρίαμος με τα τελευταία του λόγια προς τον Αχιλλέα:
Εννιά μέρες θα τον μοιρολογούμε μέσα στ’ ανάκτορα, τη δέκατη θα τον θάψουμε κι ο λαός θα πάρει μέρος σε δείπνο, την ενδέκατη θα στήσουμε τύμβο σ’ αυτόν και τη δωδέκατη θα πολεμήσουμε, αν βέβαια είναι ανάγκη. (Ιλιάς, Ω 664-67).
Πράγματι, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι αυτό ακριβώς θα «είναι ανάγκη» να κάνουν και πάλι οι Τρώες. Η Οδύσσεια είναι ουσιαστικά ένα ποίημα για την εγκαθίδρυση της ειρήνης σε έναν ταραγμένο κόσμο. Η Ιλιάδα εξετάζει τον πόλεμο, τόσο τις ηρωικές όσο και τις κτηνώδεις πλευρές του, χωρίς υπόσχεση ότι θα τελειώσει με τους κακούς νεκρούς, τους καλούς ζωντανούς – χωρίς υπόσχεση ότι θα τελειώσει γενικώς.