Ἡ ρίζα ΠΟΝ- ἤ ΠΟΡ-, ἐξ ἧς προέρχεται ἡ λέξις πόντος, δηλοῖ τήν δίοδο, τήν διέλευσι, τόν διάπλου τοῦ πλοίου διά τοῦ πελάγους, τῆς θαλάσσης.
Πόντος (Ὅμηρος) εἶναι τὸ πέλαγος, ἡ ἀνοικτή θάλασσα ἡ βαθειά καί ἀχανής θάλασσα, τό ἀντίθετο τοῦ «γαῖα»=ἡ γῆ, ἡ ξηρά, ἡ στεριά, ἡ χέρσος. Προῆλθε ἀπό τήν φράσι τοῦ Ὁμήρου πόντος ἁλός, σέ περίφρασι τῶν ἀνωτέρω ἐννοιῶν. Ὡς μέρος τῆς ὅλης θαλάσσης, τό τμῆμα τοῦ πόντου (τό μέρος πού εἶναι διαπλεύσιμο) καταντᾶ ταυτόσημο τοῦ: πέλαγος. Ὁ πόντος ὑπονοεῖ καί τό βάθος τῆς θαλάσσης ἤ τήν βαθεῖα θάλασσα, βλέπε καί τό ρῆμα καταποντίζω.
Ποντοπόροι (νῆες ἤ ναῦται) στόν Ὅμηρο νοοῦνται ἀκριβῶς οἱ διαπλέοντες, οἱ διαπερῶντες τίς βαθειές θάλασσες οἱ πελαγιζόμενοι, οἱ θαλασσοποροῦντες. Εἶναι οἱ κατοπινοί γνωστοί μας θαλασσοπόροι. Ἐν τούτοις ἡ λέξις ποντοπόρος ἀναφέρεται σήμερα καί στά πλοῖα τῶν ἀνοικτῶν ἤ βαθειῶν θαλασσῶν, τά ὑπερωκεάνεια, σέ ἀπόλυτη συμφωνία μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁμηρικοῦ συνόλου.
Τό Πέραμα ἀπό τό ἴδιο ρῆμα περάω ἤ ὁ Πόρος, τό νησί, ἀπεικονίζουν τήν μορφολογία ἤ τήν γεωγραφία τους μέ παραστατικώτατο τρόπο.
Άπό τή ρίζα ΠΑΡ-, ΠΕΡ-, ΠΟΡ-/ΠΩΡ- παράγεται σειρά ὑδρολέκτων πού τό χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα καί σέ ὀνομασίες παραθαλασσίων τόπων ἤ καί στήν καθημερινή μας ἐπαφή μέ τήν θάλασσα καί πού βασίζονται εἴτε στήν διαμόρφωσι τοῦ ἐδάφους εἴτε σέ ἀποχρώσεις τῶν σημασιῶν τῆς ρίζας τοῦ ρήματος πείρω πού σημαίνει διαπερῶ, διατρυπῶ, «περνῶ» πού ἀναφέρεται είδικῶς στά κύματα τῆς θαλάσσης: κύματα πείρων=αὐτός πού διαπερᾶ τά κύματα, ἀλλά καί στά (ὑγρά) κέλευθα (=ὁδοί τῆς θαλάσσης): πεῖρε κέλευθον.
Ἡ ρίζα ΠΑΡ-, στήν πρόθεσι παρά, σημαίνει κατ’ ἀρχήν κίνησιν πρός, καί ἀκολουθεῖ ἔννοιες ὅπως ὑπάγω, φέρω, ἔρχομαι. Ἐκφράζει τήν ἀφετηρία τῆς κινήσεως ἀλλά καί τόν προορισμό, ἐπειδή σημαίνει καί προ-έρχομαι καί φθάνω κάπου, πλησίον κάποιου. Δηλοῖ ἐπίσης τήν κίνησι παραλλήλως πρός κάτι, ἀλλά καί τήν στάσι σέ κάτι καί ἔτσι ἀποδίδει παραστατικά τό ταξίδι τοῦ πλοίου στήν θάλασσα μέ λιμάνι ἀναχωρήσεως καί λιμάνι προορισμοῦ, ὅπου γίνεται καί ἐνδιάμεση στάσις, π.χ. ἀνεφοδιασμοῦ. Ἔτσι ἡ ἔκφρασις πάρ ποταμόν δηλοῖ πλησίον ἤ παραπλεύρως τοῦ ποταμοῦ. Ἡ ἔννοια τοῦ πάρ=ἐναντίον τινός ἀποκαλύπτει τήν πάλη τοῦ πλοίου καί τῶν ναυτικῶν μέ τά κύματα (Νῆσος Πάρος).
Τό πλοῖο πρέπει ἐκ τῶν πραγμάτων νά φθάση στήν πέραν γῆ, στήν απέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, νά περάση πέραν τῆς θαλάσσης ἤ τοῦ ποταμοῦ, σέ ἄλλες ἠπείρους ἤ χῶρες. Ἔτσι ἡ ὀνομασία Περαία μᾶς προβάλλει ἀνάγλυφη στά μάτια μας, τήν βλέπουμε ἤ τήν νοιώθουμε νά ὀρθώνεται στήν ἀπέναντί μας ξηρά καί ὡς τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μας. Τό Πέραμα εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἐνδιάμεσος μεταξύ τῶν δύο ὀχθῶν τόπος, τό πορθμεῖον, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ διάβασις, τό πέρασμα (ὡς χρονική διάρκεια, διαδικασία καί τόπος).
Τό ἐπίρρημα πέραν=εἰς τό ἀπέναντι μέρος (μέ ἀντίστοιχο trans) ἀνεφέρετο στήν ἔννοια ὑπάρξεως ποταμοῦ ἤ θαλάσσης ἀνάμεσα στά δύο μέρη, καί ἔτσι ἐχρησιμοποιεῖτο σέ πολύ παλαιούς ποιητές. Ἔτσι ἡ ρίζα ΠΕΡ- ἀφ’ ἑαυτῆς σχετίζεται μέ τήν διάβασι διά μέσου ἤ ἐπί τοῦ ὕδατος. Στόν Ὅμηρο καί τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς ἀπαντᾶται μαζί μέ τά ἀντίστοιχα ὀνόματα, ὅπως ἅλς, Ὡκεανός, πόντος, Χάος, Ἴστρος (ποταμός), ποταμός, Ἕβρος (ποταμός) κ.λπ., ὁπότε ἡ σχέσις προκύπτει ἀνάγλυφη. Τό πεῖραρ στόν Ὅμηρο ἀναφέρεται ἀκριβῶς στό πέρας, στά ἔσχατα τοῦ πόντου, τῆς γῆς ἤ τοῦ ὠκεανοῦ, χῶροι πού διαπερῶνται καί πού στό ἄκρον τους ἔχουν ὅριο. Τό πέρασμα τῆς θαλάσσης ἀπαιτοῦσε ἀγῶνα, μόχθο, προσπάθεια, ὑπέβαλλε τούς ναυτικούς σέ δοκιμασία. Τό ρῆμα πειράω σημαίνει ἀκριβῶς πασχίζω, δοκιμάζω, προσπαθῶ. Ἀπό τό ρῆμα πείρω=διαπερῶ ἀλλά καί τρυπῶ (ἡ ὀπή ἐπιτρέπει τήν δίοδο, τήν διέλευσι, τό πέρασμα), προέρχεται τό πέρας πού σημαίνει καί τέλος καί πέρασμα. Ἡ περόνη, διαπερνᾶ ὅπως καί τό πηρούνι. Ἀρχικῶς τό πείρω (Ὅμηρος) σήμαινε δι-έρχομαι, δια-πλέω, δια-σχίζω τά κύματα, δια-νύω τά κέλευθα. Τό νεοελληνικό πέρα δηλοῖ ἀπόστασι ἀλλά καί ποσότητα (τό μόριο πέρ τοῦ Ὁμήρου). Ἀκριβῶς τό πέρα γιά πέρα μέ τήν ἔννοια τελείως ἤ ἐν-τελῶς δηλοῖ ὅτι ἔχουμε διανύσει κάτι σέ ὅλο του τό μῆκος, περάσαμε τόν Ρουβίκωνα καί ὅλα πῆγαν πρίμα καί ἴσια. Ἡ ρίζα ΠΕΛ- δηλοῖ ἔκτασι, ἡ ρίζα ΤΕΛ- καί ΠΕΡ- πέρασμα καί ἄρα ἐξάπλωσι, διείσδυσι, διέλευσι καί διαγινώσκομε πέραν τῆς ἐννοιολογικῆς καί τήν συγγένειαν τῶν ριζῶν καί πιθανόν καί τῶν φθόγγων.
Ἄλλωστε παρατηρεῖται μετάπτωσις τοῦ λ σέ ρ (ἦλθα / ἦρθα) καί τό σημαντικώτερο στήν αἰολική καί δωρική διάλεκτο τό π τίθεται ἀντί τοῦ τ (σπολάς ἀντί στολάς). Ὁπότε οἱ ρίζες ΠΕΛ- καί ΠΕΡ- εἶναι μορφές τῆς ἑλληνικῆς ρίζης πού δηλοῖ καί πλάτος καί ἔκτασι καί τό ταξίδι ἤ τήν περιπλάνησι, τό πέρασμα τοῦ ὠκεανοῦ καί τῶν θαλασσῶν. Ἡ ἔννοια: μοχθῶ ἐνυπάρχει καί στήν ρίζα ΠΕΝ- (πένης, πενία).
Ἡ ρίζα ΠΕΡ- συνδέεται ἄμεσα μέ τήν θάλασσα, τό ὑγρό στοιχεῖο. Τό ρῆμα περ-άω, συνώνυμο τοῦ πείρω, σημαίνει κι αὐτό διαπερῶ, περ-νάω. Στόν Ὅμηρο αἱ νῆες περόωσι θάλασσαν, πόντον ὕδωρ, ἅλα, πέλγος καί κάθε ὑδατογενῆ περιοχή ἤ κατασκευή ὡς ἡ τάφρος, τά γύαλα, ἡ χαράδρα, γῆς ὁρίσματα. Ἀπό τήν ρίζα ΠΕΡ- προέρχονται καί ἐπαγγέλματα πού δημιουργήθηκαν ἀπό τά ταξίδια π.χ. τῶν ἐμ-πόρων στήν θάλασσα. Τά ρήματα περάω καί πιπράσκω=πωλῶ προέρχονται ἀπό τήν ἴδια ρίζα ἐπειδή πράγματι οἱ ἔμ-ποροι πρέπει νά μεταφέρουν τά ἐμπορεύματα μακράν μέσῳ τῆς θαλάσσης γιά νά τά πουλήσουν. Τήν πόρ-τα τήν περνᾶμε γιά νά μποῦμε στό σπίτι, τό προ-θμεῖον εἶναι τό πλοῖο πού περνάει στήν ἀπέναντι ὄχθη, τό λατ. por-tus εἶναι τό πέρασμα, τό λιμάνι ἀπ’ ὅπου περνάει τό πλοῖο (ἰταλικό porto). Τό λατινικό ρῆμα por-tare=φέρω, τό γερμανικό fahr-en=ὁδεύω, πορ-εύομαι καί τό ἑλληνικό ρῆμα πέρ-θω (σφάζω, περ-νάω ἀπό μαχαίρι) δηλοῦν ὅλα μεταφορά, (ΦΟΡ-/ΠΟΡ-), πορ-εία. Ἡ ἔννοια τοῦ μόχθου ὅπως εἴδαμε ἐνυπάρχει στήν ρίζα ΠΕΡ- ὡς καί στήν ΠΕΝ-/ΠΟΝ- (πόν-ος). Ἡ ρίζα ἄλλωστε ΠΟΝ- ἔχει καί τήν ἔννοια τοῦ βυθίζω στή θάλασσα. Ἄρα φαίνεται ὅτι οἱ ρίζες ΠΟΝ- καί ΠΟΡ- εἶναι συγγενεῖς.
Ἐκπονῶ (ἀρχαῖο πονέομαι) σημαίνει περαίνω, τελειώνω. Ἄρα ὁ Πόντος=ἡ θάλασσα, ἰδίᾳ ἡ ἀναπεπταμένη θάλασσα, τό πέλαγος, δηλοῖ τό ἀχανές μέγεθος, τό μάκρος. Τό ρῆμα πορ-εύω σημαίνει κατ’ ἀρχήν μεταφέρω διά ξηρᾶς ἤ διά θαλάσσης ἀλλά καί διαπορθμεύω (π.χ. διά λίμνης).
Ὁ πορ-θ-μός ἀκριβῶς δηλοῖ στενό μέρος τῆς θαλάσσης πού ἔχει καί ἀπό τίς δυό πλευρές ἤπειρο (=στεριά) καί πού χρησιμεύει γιά τήν δια-πόρ-θ-μευσι μέ πορ-θ-μεῖο μέ πέρ-αμα.
Ὁ πόρ-ος εἶναι τό διαβατό μέρος, τό πέραμα, ἀλλά καί ἡ διάβασις τῶν πλοίων, οἱ πόρ-οι τῆς ἁλός, ἡ διάβασις ποταμοῦ.
Πόρ-ος εἶναι καί ἡ θαλάσσια ὁδός, ἡ κέλευθος καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ θάλασσα. Ἄρα πόν-τος καί πόρ-ος (ρίζες ΠΟΝ-/ΠΟΡ-) ἔχουν ἐννοιολογική σχέσι. Ἡ πόρ-πη, ἡ περ-όνη ἀλλά κι ἡ πόρ-νη (ὠνία δούλη) παράγονται ἀπό τήν ἴδια ρίζα.
Στόν Ἡσύχιο ὁ πόρος σημαίνει τήν ὁδό, τήν τρίβο ἤ το ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ.
Τό πάρσον ἤ πάρ-ρον ἤ πράσ-ον εἶναι θαλάσσιο φυτό, λατινικά por-rum. Ἄρα καί τό γνωστό μας ἐπίθετο πράσινον χαρακτήριζε πόες ἤ χλόες θαλάσσιες (πράσινα φύκια).
Τό ρῆμα πράσω εἶχε ἀρχική σημασία περ-άω, διέρχομαι καί κατέληξε νά σημαίνει ἐνεργῶ μέ ἐνδιάμεσες ἔννοιες: διαπραγματεύομαι, ἐπιχειρῶ, ἐπιτελῶ, ἐπιτυγχάνω, σχεδιάζω, κατορθώνω. Ὁ ἔμπορος πράγματι ἐπιχειρεῖ (ἐπιχειρηματίας / ἐπιχείρησις), ἐκ-τελεῖ, καί φέρει εἰς πέρας (ἐπιτυγχάνει), προβαίνει σέ ἐμ-πορικές πρ-άξεις. Εἶναι πρατήρ=πωλῶν, πωλητής, ἔμ-πορ-ος. Τό πρατήριον εἶναι ἀκριβῶς ὁ χῶρος ὅπου γίνονται οἱ πρ-άσεις, οἱ πωλήσεις, οἱ διαπραγματεύσεις μέ τόν πελ-άτη.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ρήματος πορ-φύρω πού ἀφορᾶ στήν θάλασσα μέ τήν ἔννοια σφοδρῶς κινοῦμαι, ταράττομαι, κυμαίνομαι (ΠΟΡ- + ΦΥΡ-). Ἡ φουρ-τούνα ἀκριβῶς εἶναι ταχεῖα κίνησις, ἰσχυρός παλμός ἤ κύμανσις, ταραχή. Ἡ ρίζα ΠΟΡ- ἐπιτείνει τήν ἔννοια τῆς ρίζας ΦΥΡ-, δηλοῖ τήν πέρα γιά πέρα, τήν πλήρη ἀνάμειξι. Οἱ ρίζες ΠΟΡ- καί ΦΥΡ- βρίσκουν κοινές ἐφαρμογές στήν θάλασσα ἐφ’ ὅσον τό λατινικό fr-etum (ΦΡ-) δηλοῖ τό ταραγμένο νερό, τά ψηλά θαλάσσια κύματα πού θραύονται στήν ἀκτή. Οἱ ρίζες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης μέ τόν τρόπο αὐτόν ἔχουν ὅλες τίς μορφές ὑπό τίς ὁποῖες οἱ ἀντίστοιχες ἔννοιες ἀπαντῶνται στίς σύγχρονες ἀλλά καί στίς ἀρχαιότερες γλῶσσες:
πάρ
παρά
πέρ
πέρας
περί
πρό
πάρος
ἐμ-πρός
λατ., proe
ἀγγλ. pre-
γερμ. vor
πεῖρα
ἐμ-πειρία
πείρω
ἔμ-πειρος
διαμπερής
λατ. peri-tus
peri-culum=κίνδυνος
ριζ. per-.=εἰσδύω, διεισδύω, διαμπερῶ
ἄ-πειρος
πορ-ίζω
πορ-εύω
πέ-πρ-ωται
πεῖραρ
πέρα
περαιτέρω
πόρρω
περατός
Περαῖος
Περαία
pre-paro
λατ. foro=τρυπῶ
λατ. ferio=πληγώνω
περί
πέριξ
περισσός
πέρ-νημι
πέρυσι
ἀγγλ. prior
φέρω
pons=γέφυρα
πόντος
ποντίζω
ποντικός
pario=γεννῶ
πόρ-τις
πόρ-ταξ
πόρ-κος
πόρ-πη
πορ-φύρα
πράσσω
πράκτωρ
πρατήριον
πρίαμαι=ἀγοράζω
πρόμος=προηγούμενος
λατ. primus
Πειραϊκή(=ἡ πέραν τῶν ὁρίων)
Πειραιεύς
πείρατα=πέρατα, ἄκρα (πεῖραρ)
πεῖρα
πειράζω
πειράω
περατόω
περατός
περαίνω=φθάνω
Περαῖος=ὁ πέραν τῆς θαλάσσης ἤ τοῦ ποταμοῦ
Περαίη (α)=ἡ πέραν γῆ, ἡ ἐπί τῆς ἀπέναντι ὄχθης τοῦ ποταμοῦ
περαιόω
Πέραμα
πιπράσκω (πιπεράσκω)=πωλῶ
ΠΕΛ-
ΠΛ-
ΠΟΛ-
ΠΑΛ-
πέλω=διατελῶ ἐν κινήσει
πελεμίζω=σείω, κινῶ
πάλλω=κραδαίνω, σείω, σπαίρω
παλύνω=ραντίζω, ὑγραίνω
πλησιάζω
πελάζω
πελάγιος
πελαγῖτις γῆ
πελαγίζω=πλημμυρῶ, ὑπερχειλίζω, σχηματίζω πέλαγος
πελάγισμα=πλήμμυρα
πελαγισμός=κλυδωνισμός
Πελασγοί=φυλή νομαδική
παλάσσω=ραντίζω
πωλῶ
Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ρίζες ΠΕΛ- καί ΠΕΡ- συσχετίζονται. Οἱ Πελασγοί ἤ Πελαργοί προέρχονται, κατά τίς ἐπικρατοῦσες ἀπόψεις, εἴτε ἀπό τήν μία εἴτε ἀπό τήν ἄλλη. Εἶναι ὁ πελάγιος λαός πού περ-άει (=διαβαίνει) τήν θάλασσα. Τό ἄνοιγμα στό πέλ-αγος δηλοῖ καί τήν ἀναχώρισι (πέρ-ας) καί τήν ἐπιστροφή (πέλ-ας). Ἄλλωστε τά ρήματα πλάζομαι καί πλανάω (ρίζα ΠΛΑ-) δηλοῦν περιπλάνησι, ἀπόστασι, ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἐστία, ἀπό γνωστό, οἰκεῖο χῶρο. Τό πέρας εἶναι τό ἄκρο τῆς θαλάσσης΄ φθάνω στό ἄκρον στό τέρ-μα δηλοῖ καί τό πλησιάζω στόν προορισμό, φθάνω, πλησιάζω στό τέλος. Χαρακτηριστικά ἐπίσης εἶναι τά ρήματα πιπράσκω καί πωλῶ, συνώνυμα ἀπό τίς δύο ρίζες. Ὁ πόλος σημαίνει καί τό στερέωμα καί τόν θόλο τοῦ οὐρανοῦ καί τόν ἄξονα, τό σημεῖο πέριξ τοῦ ὁποίου στρέφεταί τι. Τά ρήματα ἄλλωστε πλέω καί πείρω ἐμπεριέχουν τήν ἔννοια τῆς περιπλανήσεως τοῦ ταξιδιοῦ. Ὁ πόρος εἶναι ὁ πορθμός, τό πέρα(σ)μα, ἡ πορεία, τό ταξίδιον ἀλλά καί ἡ πρόσ-οδος. Ἑπομένως, οἱ πόροι ἁλός=ἡ θάλασσα καί οἱ πόροι (ἔσ-οδα) ἀποκτῶνται. Συγχρόνως ἡ λέξις πόρος εἶναι καί μακριά καί κοντά (=πόλος).
Πωλητήριον=πρατήριον, ὁ πωλητής εἶναι ὁ μετα-πρ-άτης. Ἔχουμε ἑπομένως τό ρῆμα πωλῶ / πιπράσκω καί ἀπό τή ρίζα ΠΡΑ- καί ἀπό τήν ρίζα ΠΩΛ- καί γιά νά πωλήσω πρέπει νά μεταφέρω τά πράγματα κοντά στούς πελ-άτες μέ τό ἐμ-πόρ-ιο.
Ὁ πῶρος ἤ πόρος τοῦ ἐδάφους ἀφήνει τό νερό νά περάσει καί ἡ πόρωσις δηλοῖ ἀκριβῶς τήν σκλήρυνσι μετά ἀπό διαφυγή τοῦ ὑγροῦ στοιχείου ἀπό τούς πόρους.
Ἔτσι ἡ ὀνομασία πέλαγος καί πόροι = ἡ θάλασσα ἔρχονται ἀπό τήν ἐτυμολογία τους πολύ πιό κοντά καί εἶναι θέμα ἀπό ποιό σημεῖο θεωροῦμε ἤ θεώμεθα τά πράγματα (πέλας, πέρας, Πέλαγος / Πέραμα).
Τά σύνθετα τῶν ριζῶν πού περιγράφουν τήν θάλασσα μᾶς ἀποκαλύπτουν φαινόμενα, ἀσχολίες, ζῶντα ὄντα, χρώματα ἤ γεγονότα πού ἔχουν σχέσι μέ τήν θάλασσα. Ἔτσι ἁλι-αής εἶναι ὁ ἄνεμος πού πνέει (ἵησι) πρός τήν θάλασσα ἤ διά μέσου τῆς θαλάσσης. Ἁλι-αρός εἶναι ὁ ἁλ-μυρός σάν τό νερό τῆς θαλάσσης, ἁλι-ανθής ὁ ἁλ-οπόρφυρος, ὡς χρῶμα προϊόν ἀναμείξεως ἤ ἀνθήσεως, «ἐξανθήματος» τῆς θαλάσσης. Ἁλιάετος εἶναι ὁ θαλασσαετός, ἁλίβρεκτος εἶναι αὐτός πού βρέχεται ἀπό τήν θάλασσα, ὁ ἁλί-δουπος / ἁλί-γδουπος καί ὁ ἁλί-βραμος εἶναι αὐτός πού δημιουργεῖ θορύβους ὅμοιους μέ τῆς θαλάσσης καί ὁ ἠχῶν στήν θάλασσα ἀντιστοίχως, ἁλί-δρομος ὁ δια-τρέχων τήν θάλασσα, ἁλί-ζωνος ὁ περιζωσμένος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλι-δινής ὁ περιδινούμενος ὑπό τῆς θαλάσσης, ἁλί-δονος ὁ κιλυνδούμενος ὑπό τῆς θαλάσσης. Ἁλί-κλυστος εἶναι ὁ κατακλυζόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλί-κμητος ὁ ταλαιπωρούμενος στήν θάλασσα, ἁλί-κτυπος ὁ προσβαλλόμενος ἀπό τά κύματα μέ πάταγο καί ρόχθο, ἁλι-κύμων ὁ περιβαλλόμενος καί περιβρεχόμενος ἀπό τά κύματα τῆς θαλάσσης, ἁλι-μυρήεις εἶναι ὁ ρέων στήν θάλασσα, ἁλι-νηχής ὁ κολυμβῶν στήν θάλασσα. Ἁλί-πληκτος εἶναι ὁ πληττόμενος ὑπό τῆς θαλάσσης, ἁλί-πλοος ὁ πλέων ἐπί τῆς θαλάσσης, ἁλι-ρραίστης ὁ διασχύζων μέ μανία τήν θάλασσα, ἁλί-ρραντος ὁ ραντιζόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλί-ρρηκτος ὁ ἁλι-ρραγής, ὁ ἁλι-ρρόθιος ὁ κυκλούμενος ἤ προσβαλλόμενος ἤ πληττόμενος ἀπό τόν ῥόθο ἤ ρόχθο ἤ ῥοῖζο τῆς θαλάσσης, ἁλί-ρρυτος ὁ καταρρεόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ἁλι-σμάραγος ὁ ἠχῶν ὡς ἡ θάλασσα, ἁλί-στρεπτος ὁ περιστρεφόμενος ἀπό τήν θάλασσα, ὁ κινούμενος ἐδῶ κι ἐκεῖ.