Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007

ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Ἀντωνυμίες λέγονται οἱ κλιτὲς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὸ λόγο κυρίως στὴ θέση ὀνομάτων (οὐσιαστικῶν ἤ ἐπιθέτων): ῥώμη μετὰ μὲν φρονήσεως ὠφέλησεν, ἄνευ δὲ ταύτης (δηλ. τῆς φρονήσεως) ἔβλαψετοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας πάντες τιμῶσι΄ τοιοῦτοι (δηλ. ἀγαθοί) καὶ ὑμεῖς γίγνεσθε.

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ

Εἶναι ἐννέα εἰδῶν:

1. προσωπικές
2. δεικτικές
3. ὁριστικές ἤ ἐπαναληπτικές
4. κτητικές
5. αὐτοπαθητικές
6. ἀλληλοπαθητικές
7. ἐρωτηματικές
8. ἀόριστες
9. ἀναφορικές

1. ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Προσωπικὲς λέγονται οἱ ἀντωνυμίες ποὺ φανερώνουν τὰ τρία πρόσωπα τοῦ λόγου.

Πρῶτο πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μιλεῖ: ἐγώ
Δεύτερο πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τοῦ μιλοῦμε: σύ
Τρίτο πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος: αὐτός, ἐκεῖνος κτλ.

Οἱ προσωπικὲς ἀντωνυμίες κλίνονται ἔτσι:



Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική ἐγώ
σύ
-
ἡμεῖς
ὑμεῖς
(σφεῖς)
νώ
σφώ
γενική ἐμοῦ,μου
σοῦ, σου
(οὗ)
ἡμῶν
ὑμῶν
(σφῶν)
νῷν
σφῷν
δοτική ἐμοί, μοι
σοί, σοι
οἷ, οἱ
ἡμῖν
ὑμῖν
σφίσι(ν)
νῷν
σφῷν
αἰτιατική ἐμέ, με
σέ, σε
(ἕ)
ἡμᾶς
ὑμᾶς
(σφᾶς)
νώ
σφώ


2. ΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Δεικτικὲς λέγονται οἱ ἀντωνυμίες ποὺ φανερώνουν δείξιμο (αἰσθητὸ ἤ νοητό).
Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀκόλουθες (ὅλες τρικατάληκτες μὲ τρία γένη):

1. οὗτος, αὕτη, τοῦτο


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική οὗτος
αὕτη
τοῦτο
οὗτοι
αὗται
ταῦτα
τούτω
τούτω
τούτω
γενική τούτου
ταύτης
τούτου
τούτων
τούτων
τούτων
τούτοιν
τούτοιν
τούτοιν
δοτική τούτῳ
ταύτῃ
τούτῳ
τούτοις
ταύταις
τούτοις
τούτοιν
τούτοιν
τούτοιν
αἰτιατική τοῦτον
ταύτην
τοῦτο
τούτους
ταύτας
ταῦτα
τούτω
τούτω
τούτω
κλητική ὦ οὗτος
ὦ αὕτη
-
-
-
-
τούτω
τούτω
τούτω


2. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο

Κλίνεται ὡς τρικατάληκτο ἐπίθετο τῆς β’ κλίσης σὲ -ος, -η, -ον, ἀλλὰ χωρὶς τὸ τελικὸ ν στὸ οὐδέτερο.

3. ὅδε, ἥδε, τόδε (=αὐτὸς ἐδώ, ὁ ἐξῆς)

Σχηματίστηκε ἀπὸ τὸ ἄρθρο ὁ, ἡ, τό (ποὺ ἀρχικὰ εἶχε δεικτικὴ σημασία) μαζὶ μὲ τὸ ἐγκλιτικὸ δεικτικὸ μόριο δὲ στὸ τέλος του. Κλίνεται ὅπως τὸ ἄρθρο μὲ τὸ ἐγκλιτικὸ μόριο δέ.


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική ὅδε
ἥδε
τόδε
οἵδε
αἵδε
τάδε
τώδε
τώδε
τώδε
γενική τοῦδε
τῆσδε
τοῦδε
τῶνδε
τῶνδε
τῶνδε
τοῖνδε
τοῖνδε
τοῖνδε
δοτική τῷδε
τῇδε
τῷδε
τοῖσδε
ταῖσδε
τοῖσδε
τοῖνδε
τοῖνδε
τοῖνδε
αἰτιατική τόνδε
τήνδε
τόδε
τούσδε
τάσδε
τάδε
τώδε
τώδε
τώδε


4. τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ἤ τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (=τέτοιος)

5. τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ἤ τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (=τόσο μεγάλος)

Οἱ ἀντωνυμίες τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδετοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε καὶ τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε (ποὺ ἀπαρτίζονται ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ἀντωνυμίες τοῖος, τόσος, τηλίκος καὶ τὸ ἐγκλιτικὸ μόριο δέ κλίνονται μόνο κατὰ τὸ πρῶτο μέρος τους, μὲ τὸ μόριο δὲ ἀμετάβλητο:
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε – τοιοῦδε, τοιᾶσδε, τοιοῦδε – τοιῷδε, τοιᾷδε, τοιῷδε κτλ. – τοιοίδε, τοιαίδε, τοιάδε – τοιῶνδε – τοιοῖσδε, τοιαῖσδε, τοιοῖσδε κτλ.

Οἱ ἀντωνυμίες τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος (ποὺ εἶναι σύνθετες ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ἀντωνυμίες τοῖος, τόσος, τηλίκος καὶ τὴν ἀντωνυμία οὗτος) κλίνονται ἔτσι:


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική τοιοῦτος
τοιαύτη
τοιοῦτο(ν)
τοιοῦτοι
τοιαῦται
τοιαῦτα
τοιοῦτω
τοιοῦτω
τοιοῦτω
γενική τοιοῦτου
τοιαύτης
τοιούτου
τοιούτων
τοιούτων
τοιούτων
τοιούτοιν
τοιούτοιν
τοιούτοιν
δοτική τοιούτῳ
τοιαύτῃ
τοιούτῳ
τοιούτοις
τοιαύταις
τοιούτοις
τοιούτοιν
τοιούτοιν
τοιούτοιν
αἰτιατική τοιοῦτον
τοιαύτην
τοιοῦτο(ν)
τοιούτους
τοιαύτας
τοιαῦτα
τοιοῦτω
τοιοῦτω
τοιοῦτω


3. ΟΡΙΣΤΙΚΗ Ἤ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

Ἡ ἀντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό εἶναι ὁριστική ἤ ἐπαναληπτική.
Ὁριστικὴ εἶναι ἡ ἀντωνυμία αὐτός (σὲ ὅλες τὶς πτώσεις) ὅταν χρησιμεύει γιὰ νὰ ὁρίσει κάτι (δηλ. νὰ τὸ ξεχωρίσει ἀπὸ ἄλλα): (=μόνος του ὁ Ξέρξης, αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ ὄχι ἄλλος) - τὴν στρατείαν αὐτὸς Ξέρξης ἤγαγεἔσωσε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς παῖδας (=καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ τὰ παιδιά).

  • Ἐπαναληπτικὴ εἶναι ἡ αντωνυμία αὐτός (μόνο στὶς πλάγιες πτώσεις), ὅταν χρησιμεύει γιὰ νὰ ἐπαναλάβει κάτι ποὺ γι’ αὐτὸ ἔγινε λόγος πρωτύτερα. Μὲ τέτοια σημασία ἡ ἀντωνυμία αὐτὸς στὶς πλάγιες πτώσεις χρησιμοποιεῖται στὴ θέση τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας τοῦ γ’ προσώπου: βασιλεὺς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ βασιλέως) ἤ καὶ οἱ σύν αὐτῷ (δηλ. τῷ βασιλεῖ) – Κῦρον μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτόν (δηλ. τὸν Κῦρον) σατράπην ἐποίησε.


  • Ἡ ἀντωνυμία αὐτός, ὅταν ἐκφέρεται μαζὶ μὲ τὸ ἄρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτός=ὁ ἴδιος): τὴν Ἀττικὴν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοί ἀεί (=οἱ ἴδιοι πάντοτε).

4. ΚΤΗΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Κτητικὲς λέγονται οἱ ἀντωνυμίες ποὺ φανερώνουν σὲ ποιὸν ἀνήκει κάτι, δηλ. ὁρίζουν τὸν κτήτορα.

Οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες ἔχουν τρία πρόσωπα, ὅπως καὶ οἱ προσωπικές, καὶ σχηματίζονται ἀπὸ τὰ θέματα τῶν ἀντίστοιχων προσωπικῶν ἀντωνυμιῶν.

Α΄ Γιὰ ἕναν κτήτορα

α’ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (=δικός μου, δική μου, δικό μου)
β’ πρόσωπο: σός, σή, σόν (=δικός σου, δική σου, δικό σου)
γ’ πρόσωπο: ἐός, ἐή, ἐόν (=δικός του, δική του, δικό του)

Β’ Γιὰ πολλοὺς κτήτορες

α’ πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (=δικός μας, δική μας, δικό μας)
β’ πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (=δικός σας, δική σας, δικό σας)
γ’ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (=δικός τους, δική τους, δικό τους)

  • Οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες κλίνονται σὰν τρικατάληκτα ἐπίθετα τῆς β’ κλίσης σὲ -ος, -η, -ον: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (ὅπως σοφός, σοφή, σοφόν) - ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (ὅπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον).

5. ΑΥΤΟΠΑΘΗΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Αὐτοπαθητικὲς λέγονται οἱ ἀντωνυμίες ποὺ φανερώνουν ὅτι τὸ ἴδιο ὑποκείμενο ἐνεργεῖ καὶ συγχρόνως παθαίνει: ἐγὼ τιμῶ ἐμαυτόν (=ἐγὼ τιμῶ τὸν ἑαυτό μου) – γνώθι σαυτόν (=σὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό σου) – οὗτος ἐπιμελεῖται ἑαυτοῦ (=αὐτὸς φροντίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του).

Οἱ αὐτοπαθητικὲς ἀντωνυμίες ἐξαιτίας τῆς σημασίας τους δὲν συνηθίζονται στὴν ὀνομαστική, παρὰ μόνο στὶς πλάγιες πτώσεις. Οἱ ἀντωνυμίες αὐτὲς ἔχουν τρία πρόσωπα καὶ κλίνονται κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο:

α΄ πρόσωπο


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός
γενική ἐμαυτοῦ
ἐμαυτῆς
ἡμῶν αὐτῶν
ἡμῶν αὐτῶν
δοτική ἐμαυτῷ
ἐμαυτῇ
ἡμῖν αὐτοῖς
ἡμῖν αὐταῖς
αἰτιατική ἐμαυτόν
ἐμαυτήν
ἡμᾶς αυτούς
ἡμᾶς αὐτάς


β’ πρόσωπο


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός
γενική σεαυτοῦ
σεαυτῆς
ὑμῶν αὐτῶν
ὑμῶν αὐτῶν
δοτική σεαυτῷ
σεαυτῇ
ὑμῖν αὐτοῖς
ὑμῖν αὐταῖς
αἰτιατική σεαυτόν
σεαυτήν
ὑμᾶς αὐτούς
ὑμᾶς αὐτάς

γ’ πρόσωπο


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός
γενική ἑαυτοῦ
ἑαυτῆς
-
ἑαυτῶν ἤ σφῶν αυτῶν
ἑαυτῶν ἤ σφῶν αυτῶν
-
δοτική ἑαυτῷ
ἑαυτῇ
-
ἑαυτοῖς ἤ σφίσιν αὐτοῖς
ἑαυταῖς ἤ σφίσιν αὐταῖς
-
αἰτιατική ἑαυτόν
ἑαυτήν
ἑαυτό
ἑαυτοῦς ἤ σφᾶς αὐτούς
ἑαυτάς ἤ σφᾶς αὐτάς
ἑαυτά


6. ΑΛΛΗΛΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

Ἀλληλοπαθητικὴ λέγεται ἡ ἀντωνυμία ποὺ φανερώνει ὄτι δύο ἤ περισσότερα πρόσωπα ἐνεργοῦν καὶ παθαίνουν ἀμοιβαίως : οὗτοι ἠδίκουν ἀλλήλους (=ὁ ἕνας ἀδικοῦσε τὸν ἄλλον, δηλ. καθένας ἀδικοῦσε τοὺς ἄλλους καὶ συγχρόνως τὸν ἀδικούσαν οἱ ἄλλοι).

Ἡ ἀλλοπαθητικὴ ἀντωνυμία, ἐπειδὴ εἶναι λέξη ποὺ φανερώνει δύο ἤ περισσότερα πρόσωπα, ἔχει μόνο δυϊκὸ καὶ πληθυντικό. Δὲν συνηθίζεται στὴν ὀνομαστικὴ ἀλλὰ μόνο στὶς πλάγιες πτώσεις. Ἔχει τρία γένη καὶ κλίνεται ὅπως τὰ τρικατάληκτα ἐπίθετα τῆς β’ κλίσης:


Πληθυντικός Δυϊκός
γενική ἀλλήλων
ἀλλήλων
ἀλλήλων
(καὶ γιὰ τὰ τρία γένη)
ἀλλήλοιν
δοτική ἀλλήλοις
ἀλλήλαις
ἀλλήλοις
ἀλλήλοιν
αἰτιατική ἀλλήλους
ἀλλήλας
ἄλληλα
ἀλλήλω


7. ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Ἐρωτηματικὲς λέγονται οἱ ἀντωνυμίες ποὺ εἰσάγουν ἐρωτήσεις : πόσαι σοι οἰκίαι ἦσαν; - Μανία δὲ τίνος ἦν; - Κῦρος ἤρετο τίς ὁ θόρυβος εἴη.

Εἶναι οἱ ἀκόλουθες:

1. τίς (ἀρσ. καὶ θηλ.), τί (οὐδ.) (=ποιός)
2. πότερος, ποτέρα, πότερον (=ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο)
3. πόσος, πόση, πόσον
4. ποῖος, ποία, ποῖον (=τὶ λογῆς;)
5. πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (=πόσο μεγάλος; ἤ ποιᾶς ἡλικίας;)
6. ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν (=ἀπὸ ποιὸν τόπο;)
7. πόστος, πόστη, πόστον (=τὶ θέση ἔχει σὲ μία ἀριθμητικὴ σειρά; - πρβλ. πρῶτος, τρίτος κτλ.)
8. ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (=σὲ πόσες μέρες; -πρβλ. τριταῖος, τεταρταῖος κτλ.)


  • Ἡ ἐρωτηματικὴ ἀντωνυμία τίς, τί εἶναι δικατάληκτη μὲ τρία γένη καὶ κλίνεται κατὰ τὴν γ’ κλίση:


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική τίς
τί
τίνες
τίνα
τίνε
τίνε
γενική τίνος ἤ τοῦ
τίνος ἤ τοῦ
τίνων
τίνων
τίνοιν
τίνοιν
δοτική τίνι ἤ τῷ
τίνι ἤ τῷ
τίσι(ν)
τίσι(ν)
τίνοιν
τίνοιν
αἰτιατική τίνα
τί
τίνας
τίνα
τίνε
τίνε


8. ΑΟΡΙΣΤΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Ἀόριστες λέγονται οἱ ἀντωνυμίες ποὺ φανερώνουν κάτι ἀόριστο , ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς ἤ δὲν θέλει νὰ τὸ ὀνομάσει: Κῦρε, λέγουσί τινες (=κάποιοι) ὅτι πολλὰ ὑπισχνεῖ… ἔνιοι (=μερικοί) δὲ ὅτι οὐκ ἄν δύναιο ἀποδοῦναι ὅσα ὑπισχνεῖ.

Ἀόριστες ἀντωνυμίες εἶναι κυρίως οἱ ἀκόλουθες τρεῖς:

1) τίς (ἀρσ. καὶ θηλ.), τί (οὐδ.) (=κάποιος)
2) ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα
3) ἔνιοι, ἐνιαι, ἐνια (=μερικοί)

  • Ἀπὸ τὶς ἀόριστες ἀντωνυμίες:

α ) Ἡ ἀντωνυμία δεῖνα ἤ μένει ἄκλιτη (ὅπως στὴν νέα) ἤ κλίνεται κατὰ τὴν γ’ κλίση:


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός
ὀνομαστική ὁ,ἡ,τὸ δεῖνα οἱ,αἱ δεῖνες
γενική τοῦ,τῆς,τοῦ δεῖνος τῶν δείνων
δοτική τῷ,τῇ,τῷ δεῖνι (τοῖς,ταῖς δεῖσι)
αἰτιατική τὸν,τὴν,τὸ δεῖνα τοὺς,τάς δεῖνας

β) Ἡ ἀντωνυμία ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια βρίσκεται μόνο στὸν πληθυντικὸ καὶ κλίνεται σὰν τρικατάληκτο ἐπίθετο τῆς β’ κλίσης.

  • Στὶς ἀόριστες ἀντωνυμίες ἀνήκουν καὶ τὰ ἀκόλουθα ἐπίθετα ποὺ λέγονται καὶ ἐπιμεριστικὲς ἀντωνυμίες, γιατὶ σημαίνουν ἐπιμερισμό ἀπὸ ἕνα σύνολο δύο ἤ περισσότερων οὐσιαστικῶν:

1. πᾶς, πᾶσα, πᾶν (=καθένας χωρὶς καμία ἐξαίρεση΄ μ’ αυτὴ τὴ σημασία ὁ πληθυντικὸς πάντες=ὅλοι): οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον(=δὲν εἶναι εὔκολο στὸν καθένα κτλ.) – πάντες εὐθαύμαζον(=ὅλοι εὐθάμαζον).

Χρησιμεύει καὶ ὡς ἐπίθετο (=ὅλος, ὁλόκληρος): πᾶς ἀνήρ, πᾶσα ἡ πόλις.

2. ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον (=καθένας)
3. ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο

Κλίνεται ὡς τρικατάληκτο ἐπίθετο τῆς β’ κλίσης σὲ -ος, -η, -ον, ἀλλὰ χωρὶς τὸ τελικὸ ν στὸ οὐδέτερο.

4. οὐδείς, οὐδεμία, οὐδένμηδείς, μηδεμία, μηδέν (=κανείς)

Κλίνονται ὅπως τὸ ἀριθμητικὸ εἷς, μία, ἕν, ἀλλὰ στὸ ἀρσενικὸ γένος ἔχουν καὶ πληθυντικὸ ἀριθμὸ οὐδένες, μηδένες (=κανείς, χωρὶς ἐξαίρεση).


Ἐνικός ἀριθμός Πληθυντικός
ὀνομαστική οὐδείς
οὐδεμία
οὐδέν
οὐδένες
γενική οὐδενός
οὐδεμιᾶς
οὐδενός
οὐδενῶν
δοτική οὐδενί
οὐδεμιᾷ
οὐδενί
οὐδέσι(ν)
αἰτιατική οὐδένα
οὐδεμίαν
οὐδέν
οὐδένας


5. ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (=καὶ οἱ δύο μαζί)

Κλίνεται κανονικὰ στὸν πληθυντικὸ καὶ δυϊκὸ ἀριθμὸ ὡς τρικατάληκτο ἐπίθετο τῆς β’ κλίσης.

6. ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (=καθένας ἀπὸ τοὺς δύο)
7. ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (=ἄλλος΄ λέγεται γιὰ δύο οὐσιαστικά)
8. οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερονμηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (=οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος)
9. ποσός, ποσή, ποσόν (=κάμποσος)
10. ποιός, ποιά, ποιόν (προφ. ποι-ός, ποι-ά, ποι-όν) (=κάποιας λογῆς)
11. ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπόν (=ἀπὸ ἄλλον τόπο)

Οἱ ὑπόλοιπες κλίνονται ὡς τρικατάληκτα ἐπίθετα σὲ -ος, -η, -ον-ος, -α, -ον.

9. ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Ἀναφορικὲς λέγονται οἱ ἀντωνυμίες μὲ τὶς ὁποίες κανονικὰ μιὰ ὁλόκληρη πρόταση ἀναφέρεται σὲ λέξη ἄλλης πρότασης ἤ στὸ ὅλο νόημά της: ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ - Δερκυλίδας ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κηλὶς εἶναι.

Ἀναφορικὲς ἀντωνυμίες εἶναι:

1. ὅς, ἥ, ὅ (=ὁ ὁποῖος, αὐτὸς πού)


Ἐνικός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική ὅς

οἵ
αἵ

ὥ (ἅ)
γενική οὗ
ἧς
οὗ
ὧν
ὧν
ὧν
οἷν
οἷν (αἷν)
οἷν
δοτική

οἷς
αἷς
οἷς
οἷν
οἷν (αἷν)
οἷν
αἰτιατική ὅν
ἥν
οὕς
ἅς

ὥ (ἅ)


2. ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (=ἀυτὸς ἀκριβῶς πού)


Ἐνικός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική ὅσπερ
ἥπερ
ὅπερ
οἵπερ
αἵπερ
ἅπερ
ὥπερ
ὥπερ (ἅπερ)
ὥπερ
γενική οὗπερ
ἧσπερ
οὗπερ
ὧνπερ
ὧνπερ
ὧνπερ
οἷνπερ
οἷνπερ (αἷνπερ)
οἷνπερ
δοτική ᾧπερ
ᾗπερ
ᾧπερ
οἷσπερ
αἷσπερ
οἷσπερ
οἷνπερ
οἷνπερ (αἷνπερ)
οἷνπερ
αἰτιατική ὅνπερ
ἥνπερ
ὅπερ
οὕσπερ
ἅσπερ
ἅπερ
ὥπερ
ὥπερ (ἅπερ)
ὥπερ


3. ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (=ὅποιος)


Ἐνικός άριθμός Πληθυντικός Δυϊκός
ὀνομαστική ὅστις
ἥτις
ὅ,τι
οἵτινες
αἵτινες
ἅτινα ἤ ἅττα
ὥτινε
ὥτινε (ἅτινε)
ὥτινε
γενική οὗτινος καὶ ὅτου
ἧστινος
οὗτινος καὶ ὅτου
ὧντινων
ὧντινων
ὧντινων
οἷντινοιν
οἷντινοιν (αἷντινοιν)
οἷντινοιν
δοτική ᾧτινι καὶ ὅτῳ
ᾗτινι
ᾧτινι καὶ ὅτῳ
οἷστισι(ν)
αἷστισι(ν)
οἷστισι(ν)
οἷντινοιν
οἷντινοιν (αἷντινοιν)
οἷντινοιν
αἰτιατική ὅντινα
ἥντινα
ὅ,τι
οὕστινας
ἅστινας
ἅτινα ἤ ἅττα
ὥτινε
ὥτινε (ἅτινε)
ὥτινε

4. ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (=ὅποιος ἀπὸ τοὺς δύο)
5. ὅσος, ὅση, ὅσον
6. ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (=ὅσος)
7. οἷος, οἵα, οἷον (=τέτοιος πού)
8. ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον χωρὶς ἄρθρο (=ὅποιας λογῆς)
9. ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (=ὅσο μεγάλος)
10. ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (=ὅσο μεγάλος)
11. ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (=ἀπὸ ποιὸν τόπο΄ σὲ πλάγια ἐρώτηση)

Οἱ ἄλλες ἀναφορικὲς ἀντωνυμίες κλίνονται σὰν τρικατάληκτα ἐπίθετα τῆς β’ κλίσης.

ΣΥΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ

Ἀπὸ τὶς ἀντωνυμίες οἱ ἐρωτηματικές, οἱ ἀόριστες, οἱ δεικτικὲς καὶ οἱ ἀναφορικὲς λέγονται μαζὶ συσχετικὲς ἀντωνυμίες, γιατὶ ἔχουν μεταξύ τους κάποια σχέση, δηλ. σὲ κάθε ἐρωτηματικὴ ἀντωνυμία ἀντιστοιχεῖ μὶα ἀπὸ τὶς ἄλλες: τίς; - οὐδείς – οὗτος - ὅς κτλ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΣΧΕΤΙΚΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ

Ἐρωτηματικές Ἀόριστες Δεικτικές Ἀναφορικές
τίς; τίς, οὐδείς, μηδείς, πᾶς, ὁ δεῖνα, ἕνιοι, ἕκαστος, ἄλλος ὅδε,
οὗτος,
ἐκεῖνος
ὅς, ὅστις,
ὅσπερ
πότερος; οὐδέτερος, μηδέτερος, ἀμφότεροι (ἄμφω), ἕτερος, ἑκάτερος (ὁ ἕτερος = ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο) ὁπότερος
πόσος; ποσός (κάμποσος) τοσόσδε, τοσοῦτος ὅσος, ὁπόσος
ποῖος; ποιός (κάποιος) τοιόσδε, τοιοῦτος οἷος, ὁποῖος
πηλίκος; - τηλικόσδε, τηλικοῦτος ἡλίκος, ὁπηλίκος
ποδαπός; (ἀλλοδαπός) - ὁποδαπός

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ένα.. τραγούδι για την προσωπική αντωνυμία!

http://www.youtube.com/watch?v=D9ppb8qiLoU

Ανώνυμος είπε...

Το τηλίκος πως κλίνεται;

Μάρα

kalliopi είπε...

τηλίκος, η, ον: κλίνεται σὰν τρικατάληκτο ἐπίθετο τῆς β’ κλίσης.