Δευτέρα 23 Απριλίου 2007

ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΙ (ΜΕΡΟΣ ΙΙ)

ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ

Το Κτήνος – ο σεξισμός, ο σοβινισμός, η δουλεία και η εκμετάλλευση που είναι εγγενείς του δυτικού πολιτισμού – γεννήθηκε, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην αρχαία Ελλάδα. Οι σημερινοί ακαδημαϊκοί ιδεολόγοι αρκούνται στο να το γυρίζουν ανάποδα και να κεντρίζουν την υποτιθέμενα βρομερή, φολιδωτή κοιλιά του. Κάθε επικριτικό κέντρισμα συνοδεύεται κι από μια φαρισαϊκή κραυγή αηδίας και επιτίμησης – «Κάτω Κτηνάκι! Κακό Κτηνάκι!» - λες και η μομφή εναντίον των Ελλήνων για έλλειψη σύγχρονων ευαισθησιών προσφέρει κάποια σημαντική θεώρηση του κλασικού κόσμου και της σημασίας του για το δικό μας. Έτσι, σε ένα πρόσφατο συνέδριο με θέμα «Ο Φεμινισμός και οι Κλασικοί» στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, φεμινίστριες λόγιες – που σε ελάχιστα άλλα συμφωνούσαν – συμφώνησαν ομόφωνα ότι η Αντιγόνη είναι ένα βλαβερό και πατριαρχικό κείμενο που ενισχύει πρωταρχικά την υποταγή των γυναικών.

Ωστόσο, αυτό το Κτήνος είναι πολύ πιο πολύπλοκο και πανούργο πλάσμα απ’ ό,τι θα ήθελαν να αναγνωρίσουν αυτοί οι επίδοξοι δρακοκτόνοι. Πριν όμως εξετάσουμε το απεχθές αυτό κτήνος διεξοδικά υπενθυμίζουμε τρία πράγματα για τους Έλληνες. Πρώτον, εν γένει τα αμαρτήματα των Ελλήνων – δουλεία, σεξισμός, οικονομική εκμετάλλευση, εθνικός σοβινισμός – είναι κατά κύριο λόγο αμαρτήματα της ανθρωπότητας, κοινά σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες τις εποχές της ιστορίας. Οι «άλλοι» στον ελληνικό κόσμο – ξένοι, δούλοι, γυναίκες – ήταν επίσης «άλλοι» σε όλες τις άλλες κοινωνίες της εποχής (και συνεχίζουν να «περιθωριοποιούνται» στους περισσότερους μη δυτικούς πολιτισμούς σήμερα). Αν οι κλασικιστές μπορούν να βρουν μια σημερινή μητριαρχική ουτοπία και μπορούν να αναγάγουν αυτή την κληρονομιά σε κάποιον αρχαίο πολιτισμό όπου οι γυναίκες βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα απ’ ό,τι στην Ελλάδα και στην Ρώμη, ας βγουν να το πουν με αποδείξεις και όχι με εικοτολογικές πραγματείες.

Ο Κορτέζ δεν χρειάστηκε να διδάξει στους Αζτέκους την αποικιοκρατία, το σεξισμό, το ρατσισμό, τη θρησκευτική αδιαλλαξία ή τη δουλεία, πόσο μάλλον τις λεπτομέρειες περί ανθρωποθυσιών. Αν θέλετε να βρείτε την πραγματική κτηνωδία φόνων παιδιών ή σφαγών και ανατριχιαστικών παραμορφώσεων πολιτών, εξετάστε προ-πολιτειακούς πολιτισμούς έξω από τη δυτική εμπειρία. Ο πόλεμος, οι επιδρομές και το άσκοπο φονικό κυριαρχούσαν πολύ περισσότερο στους πρωτόγονους και μη δυτικούς πολιτισμούς απ’ όσο στην Ελλάδα ή στη Ρώμη. Η Αφρική γνώριζε αρκετά για ανθρώπινη δουλεία και υποταγή γυναικών – και λίγα περισσότερα για ανθρωποθυσίες, κανιβαλισμό και βασανιστήρια – πριν της διδάξουν οι Ευρωπαίοι τις δυτικές παθολογίες. Η συζήτηση όμως – και συχνά η θεραπεία – αυτών των έμφυτων ανθρωπίνων ελαττωμάτων απαντά συχνότερα στη Δύση, ενώ πολύ συχνά ο βασανιστικός δρόμος προς τη λύση άρχισε με τους Έλληνες. Είναι φυσικό για το Δυτικό κριτή να πιάνει με το λάσο του το δικό του Κτήνος, ωστόσο υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα τέρατα στο θηριοτροφείο του κόσμου που, κατά μυστηριώδη τρόπο, μένουν ανέγγιχτα.

Δεύτερον, η πορεία των αιώνων δίνει σε μας τους μεταγενέστερους πλεονεκτήματα έναντι των προκατόχων μας, μέσω της κατανόησης των λαθών του παρελθόντος. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια ανασκόπησης είναι λογικό να έχουν ως αποτέλεσμα κάποια ηθική πρόοδο. Το κοινωνικό συμβόλαιο δεν ξεπηδάει μεμιάς ώριμο από το κεφάλι του Δία, αλλά σφυρηλατείται στο εργαστήριο εκατομμυρίων προσωπικών δραμάτων. Το σωστό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι «γιατί δεν κινήθηκαν οι Έλληνες, όπως εμείς, προς την εξάλειψη του σεξισμού και της δουλείας;» αλλά μάλλον «γιατί, μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, η δική μας ηθική αίσθηση έχει προοδεύσει, συγκριτικά, τόσο λίγο;»

Οι Έλληνες γίνονται το πολιτιστικό πρότυπο που οι κριτικοί της κοινωνίας επί δύο χιλιάδες αναγνωρίζουν ως κάλλιστο. Αυτόν ακριβώς τον οδηγό ακολουθούμε, όταν μαχαιρώνουμε τον Καίσαρα, οργανώνουμε τις λεγεώνες, αρχίζουμε μια επανάσταση, γράφουμε μια πραγματεία, κατασκευάζουμε ένα κανόνι, αμφισβητούμε την ανδρική ανωτερότητα ή ανατέμνουμε ένα πτώμα. Δεν ισχυριζόμαστε ότι υπήρξε στη Δύση μια αδιάκοπη, ουτοπική πόλις επί 2,500 χρόνια – ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο με το δεδομένο της Ιεράς Εξέτασης, του Ολοκαυτώματος, των Παγκόσμιων Πολέμων, του απαρτχάιντ και της βαρβαρότητας της αποικιοκρατίας; - αλλά ότι υπήρξε ένα θεμέλιο, στην καλύτερη περίπτωση, μιας κοινωνίας με τάξη και ανθρωπιά. Στη χειρότερη εκδοχή της, η δυτική παράδοση είναι απλώς ένα δυναμοκρατικό, τρομακτικό επιστημονικό εγχείρημα, ένα εγχείρημα που έδωσε στον Χίτλερ τη δυνατότητα να κατασκευάσει τανκς Πάντσερ, να επινοήσει τους πυραύλους V-2 και να οργανώσει τα Ες Ες. Αλλά η ίδια κληρονομιά εξασφάλισε επίσης σ’ ένα συνασπισμό φιλελεύθερων πολιτειών να δεχτεί να θυσιάσει – και να μπορεί να το κάνει – τους πολίτες και τον εθνικό θησαυρό της, προκειμένου να εξαλειφθεί ένα αισχρό εγχείρημα, μια τρέλα που ωστόσο γνωρίζαμε ότι είχε προέλθει, εν μέρει τουλάχιστον, από τον πολιτισμό του οποίου μετείχαμε όλοι.

Οι κλασικιστές δεν χρειάζεται να παιδεύονται για να προσφέρουν εξεζητημένες εναλλακτικές λύσεις για το δυτικό πολιτισμό στους σημερινούς προπτυχιακούς φοιτητές, αφού οι περισσότεροι σπουδαστές των πολιτειακών πανεπιστημίων – κακά προετοιμασμένοι, χρεωμένοι, χωρίς ελεύθερο χρόνο και εργαζόμενοι σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες – δεν έχουν ιδέα για την προέλευση του πολιτισμού τους. Αν όμως οι κλασικιστές ανησυχούν πράγματι για το τι γέννησε η Ελλάδα, καλά θα κάνουν να εστιάσουν στον τρομακτικό δυναμισμό, και όχι στην αδυναμία, της Δύσης, της οποίας το πάντρεμα του καπιταλισμού της αγοράς με τις δημοκρατικές ελευθερίες φαίνεται ότι σαρώνει τον πλανήτη με το να προσφέρει ακριβώς το χειρότερο μέρος του υλικού πολιτισμού μας.

ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ;

Η κλασική λογοτεχνία και το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που ακολούθησε, είναι, υπό μία έννοια, σχολιασμός και αξιολόγηση του σύγχρονου ήθους. Ο κυνισμός, ο σκεπτικισμός, η παρωδία, η εφευρετικότητα και η σάτιρα είναι όλες ελληνικές και λατινικές λέξεις – ένα πλούσιο λεξιλόγιο δημόσιας και ιδιωτικής διαφωνίας που δεν μπορεί να συναγωνιστεί καμιά από τις μη δυτικές γλώσσες. Με εξαίρεση κάποιους ελάχιστους αυλοκόλακες που συνέθεταν τετριμμένους πανηγυρικούς, κανένας σημαντικός κλασικός συγγραφέας, ούτε καν ο επιχορηγούμενος Οράτιος, δεν έγινε ποτέ άκριτα φερέφωνο του καθεστώτος. Ο Σοφοκλής, ο κατ’ εξοχήν Αθηναίος πατριώτης και παλαίμαχος πολεμιστής, κατακρεουργεί την καταπιεστική πολιτεία του και απορεί για το πώς γενναίοι άνθρωποι εξακολουθούν να αναδύονται από τις ρωγμές της. Ο Ευριπίδης, που διαπνέεται από μίσος και δηλητήριο για τον κύριο αντίπαλο της Αθήνας, τη Σπάρτη, δραματοποιεί εν τούτοις την κτηνωδία του πολέμου και στιγματίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες και οι δούλοι στην Αθήνα. Ο Αριστοτέλης δεν είναι οπαδός της τυραννίας, αλλά δεν μπορεί και να ανεχθεί την παράδοση της διακυβέρνησης της πολιτείας στον όχλο. Τόσο οι λαϊκές δημοκρατίες όσο και οι απόλυτες μοναρχίες είναι γι’ αυτόν πρότυπα «αποκλινόντων» πολιτευμάτων. Ο Σωκράτης δεν ήταν ο τελευταίος που μας είπε ότι αν δεν ερευνάς τη ζωή σου δεν αξίζει να τη ζεις.

Κάτω από το επίχρισμα των εύθυμων συμποσίων και μεθυσμένων οργίων του Πετρώνιου στο Σατυρικόν του, υπάρχει μια ισοπεδωτική καταδίκη του πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον ίδιο τον αυτοκράτορα μέχρι τον πιο ταπεινό δούλο. Αργότερα, η Ρώμη γίνεται μια πιο κλειστή κοινωνία, αλλά το υλικό της αυτοκρατορικής λογοτεχνίας της, από τον Οράτιο και τον Βιργίλιο μέχρι τον Σενέκα, τον Τάκιτο, τον Γιουβενάλη και τον Σουητώνιο, ήταν η παρωδία, η σάτιρα και η λοιδορία της κοινωνίας γενικά και του αυτοκράτορα συγκεκριμένα. Η σύγκρουση, η διαφωνία, η αυτοκριτική, η επαναστατική κριτική αποτελούν το φόρτο της κληρονομιάς μας από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Η τρέχουσα, λοιπόν, κριτική των λογίων εναντίον των Ελλήνων και της Δύσης, είναι εξίσου μέρος της δυτικής παράδοσής μας όσο η δουλεία και η υποταγή των γυναικών. Οι επικριτές δεν αντιλαμβάνονται συνήθως την ειρωνεία του πράγματος. Ωστόσο πρέπει να έχουμε κατά νου αυτήν ακριβώς την παράδοση της αυτοκριτικής, καθώς θα εξετάζουμε τις παρακάτω τυπικές κατηγορίες κατά των Ελλήνων από εκείνους τους κλασικιστές που είναι πρόθυμοι να απαρνηθούν την ίδια τη γραμματεία που μελετούν.

Η ελληνική κοινωνία υποβίβαζε τις γυναίκες σε κοινωνική και πολιτική θέση δευτέρας κατηγορίας και τις ταπείνωνε με ποικίλους φανερούς και κρυφούς τρόπους.

Δυστυχώς έτσι είναι. Οι Ελληνίδες δεν είχαν δικαίωμα να ψηφίζουν ή να κατέχουν αξιώματα και δεν απολάμβαναν ίση προστασία από το νόμο, με αποτέλεσμα η ενεργός πολιτική ηγεσία της πόλης να θυσιάζει οικειοθελώς το μισό δυναμικό της μαζί με κάθε ισχυρισμό περί πραγματικής ισονομίας. Ωστόσο οι σημερινοί λόγιοι συχνά αρκούνται στο να καθορίζουν απλώς την ακριβή φύση του σεξισμού των Ελλήνων και της Δύσης:

Μια κοινωνία που κυριαρχείται από άνδρες οι οποίοι απομονώνουν τις γυναίκες και τις κόρες τους, αμαυρώνουν το ρόλο της γυναίκας στην αναπαραγωγή, ανεγείρουν μνημεία στα ανδρικά γεννητικά όργανα, κάνουν σεξ με τους γιους των φίλων τους, χρηματοδοτούν δημόσια πορνεία, καλλιεργούν μια μυθολογία βιασμών και επιδίδονται στην επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, δεν είναι ανάρμοστο να την χαρακτηρίσει κανείς «βασιλεία του φαλλού». Η κλασική Αθήνα ήταν μια τέτοια κοινωνία. Η ιστορία της εξουσίας του φαλλού στα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού έχει αποσιωπηθεί, ως αποτέλεσμα του μονοπωλίου σχεδόν που κατείχαν οι άντρες στο χώρο των Κλασικών Σπουδών, μέσω της παραγνώρισης των πλούσιων εικονογραφικών αποδείξεων, μέσω της σεμνοτυφίας και της λογοκρισίας και μέσω της άστοχης επιθυμίας να προστατευτεί και να εξιδανικευτεί η εικόνα της Αθήνας. (Eva C. Keuls, The Reign of the Phallus: Sexual Politics in Ancient Athens, Νέα Υόρκη, 1985, σ. 1)

Ωστόσο, οι Έλληνες εννοούσαν να συμπεριλαμβάνουν ισχυρούς γυναικείους χαρακτήρες σε κάθε όψη της τέχνης και της λογοτεχνίας τους. Η αισθησιακή, περήφανη Αφροδίτη της Μήλου δεν είναι κάποια σκανδαλιστική γόησσα του Penthouse. Επιμένετε ότι μοιάζει με Μπάρμπι; Για δοκιμάστε με την ένοπλη Πρόμαχο Αθηνά με την αυστηρή όψη της πολεμικής αρετής. Η ελληνική τραγωδία κυριαρχείται από ηρωίδες, από την Ιφιγένεια ως την Άλκηστη, την Κλυταιμνήστρα και την Αντιγόνη, γυναίκες που κατευθύνουν όλες άντρες πολύ μικρότερους από αυτές σε ανάστημα. Τώρα μπορεί να αναρωτιόμαστε μήπως ο Θεός είναι γυναίκα, όμως οι Σπαρτιάτες, οι Αργίοι, οι Ελευσίνιοι και οι Αθηναίοι ήταν πεπεισμένοι ότι μόνο η Άρτεμις, η Ήρα, η Δήμητρα και η Αθηνά ήταν οι προστάτιδες θεές τους.

Ίσως δεν υπάρχει ισχυρότερη δύναμη στη λογοτεχνία από τη Μήδεια του Ευρυπίδη. Είναι μια κακιά γυναίκα, δεν χωράει αμφιβολία – πρόδωσε τον πατέρα, σκότωσε τον αδερφό της, κατέστρεψε τα πεθερικά και τις αντίζηλές της. Ο Ευριπίδης προχωρεί ακόμη περισσότερο, επινοώντας (απ’ όσο ξέρουμε) τη σκόπιμη σφαγή των ίδιων της των παιδιών για να εκδικηθεί την προδοσία του άντρα της. Όμως ο Ευριπίδης και πάλι φέρνει αδύναμους και υπερόπτες άντρες μέσα στην πύρινη τροχιά της, ανόητους όπως ο Κρέων, ο Αιγέας και ο Ιάσων, οι οποίοι είτε αγνοούν είτε φοβούνται θανάσιμα την παράφορη ευφυΐα και το ακατάβλητο πνεύμα της. Με δυο λόγια, δεν υπάρχει πιο αντιπαθητική φιγούρα στην κλασική λογοτεχνία από το σύζυγο της Μήδειας, τον Ιάσονα, τον οποίο ο Ευρυπίδης γελοιογραφεί ως τον τυπικό βολεμένο αγροίκο, που γκρινιάζει και μεμψιμοιρεί περνώντας αξιολύπητα την κρίση της μέσης ηλικίας. Η ξένη Μήδεια και όχι ο κλαψιάρης Έλληνας Ιάσων επικρίνει εύγλωττα τις αδικίες της αθηναϊκής ζωής:

«πντων δ΄ σ΄ στ΄ μψυχα κα γνμην χει
Απ’ όσα έχουν ψυχή και νου,
γυνα
κς σμεν θλιτατον φυτν·
γυναίκες, το πιο δυστυχισμένο είμαστε πλάσμα΄
ς πρτα μν δε χρημτων περβολ
πρώτα με χρήματα περίσσια πρέπει
π
σιν πρασθαι͵ δεσπτην τε σματος
τον άντρα ν’ αγοράσουμε κι αφέντη έτσι στο κορμί μας
λαβε
ν· κακο γρ τοτ΄ τ΄ λγιον κακν.
να βάλουμε ΄ τούτο χειρότερο κακό από κείνο.

κν τδ΄ γν μγιστος͵ κακν λαβεν
Η πιο μεγάλη εδώ ‘ναι η αγωνία΄ κακός θα βγεί;
χρηστν. ο γρ εκλεες παλλαγα
ή κακός; Γιατί καμιά τιμή δε φέρνει
γυναιξ
ν͵ οδ΄ οἷόν τ΄ ννασθαι πσιν.
στη γυναίκα τον άντρα να χωρίσει μηδέ να τον αφήσει.
ς καιν δ΄ θη κα νμους φιγμνην
Έπειτα πάλι σε νέες συνήθειες μπαίνοντας και τρόπους,
δε
μντιν εναι͵ μ μαθοσαν οκοθεν͵
ανάγκη πάσα να προμαντεύει, αφού απ’ το σπιτικό της δεν το ‘μαθε
τ μλιστα χρσεται ξυνευντ.
το φέρσιμο του αντρός
κ
ν μν τδ΄ μν κπονουμναισιν ε
Κι αν πάμε σ’ όλα τούτα καλά και δεν βαρυγκωμάει εκείνος
π
σις ξυνοικ μ βίᾳ φρων ζυγν͵
και δεν βαρυγκωμάει εκείνος για το ζυγό, χαρούμενη η ζωή μας΄
ζηλωτ
ς αἰών· ε δ μ͵ θανεν χρεν.
ειδάλλως κάλλιο να χαθούμε.
νρ δ΄͵ ταν τος νδον χθηται ξυνν͵
Ο άντρας με τους δικούς του όταν στεναχωριέται,
ξω μολν παυσε καρδαν σης·
βγαίνει έξω κι αλαφρώνει την καρδιά του
[
πρς φλον τιν΄ πρς λικα τραπες·]
βρίσκοντας συνομήλικους ή φίλους΄
μν δ΄ νγκη πρς μαν ψυχν βλπειν.
όμως εμείς σε μια ψυχή μονάχα τα μάτια πρέπει να ‘χουμε στραμμένα.
λ
γουσι δ΄ μς ς κνδυνον βον
Λένε πως δίχως κίνδυνο
ζ
μεν κατ΄ οκους͵ ο δ μρνανται δορ·
στο σπίτι ζούμε, ενώ έξω πολεμούν εκείνοι με το δόρι

κακς φρονοντες· ς τρς ν παρ΄ σπδα
άμυαλη σκέψη΄ θα ‘ταν καλύτερο για με τρεις φορές πλάι στην ασπίδα
στ
ναι θλοιμ΄ ν μλλον τεκεν παξ.»
να σταθώ, παρά μόνο μία να γεννήσω.

[Ευριπίδης, Μήδεια, στ. 230-251]

Διατυπώνετε την αντίρρηση ότι η Άλκηστη του Ευριπίδη γίνεται μια από τις «καλές» Ελληνίδες με το να προσφερθεί οικειοθελώς να πεθάνει για τον άντρα της; Ότι αυτό ενδυναμώνει την υποταγή της γυναίκας στη δυτική παράδοση; Ότι δεν πρόκειται παρά για ένα ακόμη ύπουλο διανοητικό παιχνίδι προς ένα αυτάρεσκο, κυρίως αντρικό, κοινό; Ανοησίες. Ο Άδμητος, ο άντρας της Άλκηστης, παριστάνεται ως ένας εγωιστής, ανειλικρινής μπούφος σε τούτο το ημικωμικό έργο. Ο Ευριπίδης μας καλεί να εξετάσουμε το χαρακτήρα του άντρα που θα επέτρεπε ένα τέτοιο πράγμα. Οι αντρικοί χαρακτήρες του θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ως απλώς παραπλανημένοι, με υπερβολικό ζήλο, χωρίς ευαισθησίες στη χρήση της εξουσίας τους, και όχι τόσο απόλυτα άνανδροι και ποταποί.

Αλλά και η Αντιγόνη θυσιάζει τη ζωή της για χάρη ενός άντρα συγγενή της, μας υπενθυμίζουν οι φεμινίστριες του συνεδρίου του Πρίνστον. Η εμμονή του Κρέοντα στην υπεράσπιση της πόλης του, για την οποία θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι ήταν ίσως δικαιολογημένη, παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό μονομανούς τυράννου και επισύρει, κατά συνέπεια, την οργή των θεών. Ο Κρέων υποβιβάζεται, εν τέλει, σε άθλια καρικατούρα υπεροψίας και ανικανότητας, όταν καυχιέται ότι εκείνος δεν θα πέσει θύμα μιας αδύναμης γυναίκας. Αναμφίβολα ο Σοφοκλής είχε δει τέτοιους άντρες και γνώριζε ότι το αντρικό «ευαγγέλιο» της αδιαμφισβήτητης διανοητικής και πνευματικής ανωτερότητας ήταν ανεπίτρεπτο και ότι ήταν ένα ψεύδος που καταδίκαζε οποιονδήποτε – άντρα, κυβερνήτη και πολιτεία – είχε την ανοησία να το ασπαστεί. Οι γυναίκες και η συμπεριφορά προς αυτές απασχολούσαν πολύ τους Έλληνες, ενώ μερικοί από τους αρίστους διαπίστωναν πως αυτή η σεξουαλική αντίφαση βρισκόταν στην ίδια την καρδιά της πόλεως.

Ποιον θυμόμαστε, την Κλυταιμνήστα ή τον Αγαμέμνονα; Ο δεύτερος σκοτώνει την ανυπεράσπιστη κόρη του που προτείνει τον αυχένα της στο λεπίδι ηρωικά και γενναία. Η σύζυγός του η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει το βασιλιά που πεθαίνει άδοξα μέσα σε μια μπανιέρα. Τόσο ο σύζυγος όσο και η σύζυγος έχουν άδικο, ίσως, και στην εκδοχή του Αισχύλου είναι σαφές ότι το αρσενικό είναι προτιμότερο από το θηλυκό (το εκφράζει η Αθηνά, η θηλυκή θεότητα χωρίς μητέρα). Ωστόσο, το ερώτημα εγείρεται μπρος στους συγκεντρωμένους πολίτες, ο αγώνας είναι κοινός.

Η Πηνελόπη, τέλειο ταίρι για τον Οδυσσέα, ξεπερνάει σε πνεύμα και σοφία τον γκρινιάρη έφηβο γιο της Τηλέμαχο. Είναι το μοναδικό πρόσωπο δράσης μέσα σε μια αξιολύπητη ομάδα εύπιστων και τεμπέληδων μνηστήρων. Με την Πηνελόπη – στην αυγή της ελληνικής λογοτεχνίας – ολόκληρος ο ομηρικός κόσμος της αρσενικής περιπέτειας και κυριαρχίας υποσκάπτεται από τον λιγότερο πιθανό άνθρωπο, μια γυναίκα πίσω από έναν αργαλειό με πειρσσότερα κότσια και μυαλό απ’ όλους τους άντρες σε ολόκληρο το ποίημα. Αν προσθέσετε τη Ναυσικά, την Καλυψώ, την Κίρκη και την Αθηνά, δεν θα υπάρχει πλέον σύγκριση. Οι άντρες θα πρέπει να αισθάνονται δυσφημισμένοι που ο Πολύφημος, ο Αντίνοος και ο Μελάνθιος είναι τόσο μικρόψυχοι, αφελείς και άξεστοι ακριβώς λόγω του υπερβολικού ανδρισμού τους. Δεν είναι να απορεί κανείς που κάποιοι Βικτωριανοί πίστευαν πως ο συγγραφέας της Οδύσσειας πρέπει να ήταν γυναίκα. Στο μύθο, βεβαίως, οι ρόλοι είναι περιορισμένοι – σύζυγος, μητέρα, κόρη, απάνθρωπη μάγισσα ή πολεμίστρια, κάτοικος κάποιας ρημαγμένης πατρίδας ή νύμφη που έχουν ξεβράσει τα κύματα σε κάποιο μυστηριώδες νησί. Ωστόσο οι παραδοσιακές αφηγήσεις τροποποιούνται έτσι ώστε να προκαλέσουν την εξονυχιστική εξέταση αυτών ακριβώς των παραδοσιακών προσδοκιών. Φαίνεται πως οι Έλληνες ήθελαν να ξέρουν γιατί τα πράγματα έπρεπε να είναι έτσι.

Μην ξεχνάτε τους υακίνθους, το φεγγάρι και τα άστρα της Σαπφούς, τα αγγουράκια της «ανόητης» Πράξιλλας, ένα ολόκληρο θηλυκό σύμπαν ως εναλλακτική πρόταση, έναντι των ασπίδων και των θωράκων της ελληνικής ποίησης. Οι Έλληνες ρέμβαζαν συχνά στην ιδέα ότι η καλύτερη λυρική ποίηση είχε γραφτεί από γυναίκες. Η Κόριννα, η ποιήτρια από την άσημη Τανάγρα, έλεγαν, νίκησε πέντε φορές τον ίδιο το γερο-δάσκαλο Πίνδαρο σε ποιητικούς αγώνες. Τόσο είχε θυμώσει, λέει ο μύθος, ώστε από την οργή του έφτασε να την αποκαλέσει «γουρούνα». Ο στόχος αυτού του ανέκδοτου δεν ήταν να εμφανίσει τον Πίνδαρο αξιοσέβαστο και μεγαλόπρεπο.

Δύσκολα θα ισχυριζόταν κάποιος ότι όλοι αυτοί οι συγγραφείς επιχειρούσαν να αλλάξουν επαναστατικά την πολιτική δομή. Ωστόσο, ήγειραν τα σημαντικά ερωτήματα κι έπαιζαν με την ένταση που δημιουργούσε αυτό το ολοφάνερο και συχνά ενοχλητικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, ξανά και ξανά. Οι θεατρικοί συγγραφείς προσδοκούσαν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των Αθηναίων πολιτών με τη δραματική αναπαράσταση αντικρουόμενων ιδεών, σε βαθμό που να τους βραβεύσουν. Η εξέταση, λοιπόν, των ζητημάτων που αφορούσαν στα δύο φύλα δεν ήταν, όπως ισχυρίζονται μερικές σύγχρονες φεμινίστριες, μια απλή προσποίηση. Η πραγμάτευση δεν ήταν ένα υποκριτικό αντηχείο προορισμένο να εκτονώσει με ασφάλεια την αντρική ένταση και να καταπραΰνει το αρσενικό άγχος για την ιδιοτελή καταπίεση του άλλου φύλου. Από το ξεκίνημα κιόλας του μακρού δρόμου προς την πλήρη ισονομία, οι άνθρωποι στη Δύση άρχισαν να παραπονιούνται ότι το ταλέντο και ο χαρακτήρας δεν γνώριζαν φύλο και ότι μια ελεύθερη κοινωνία όπου οι μισοί δεν είναι ελεύθεροι δεν είναι ελεύθερη κοινωνία. Οι γυναίκες δεν ήταν πολίτες με δικαίωμα ψήφου στην Αθήνα, και αυτό ενοχλούσε πολλούς προικισμένους Αθηναίους που δεν δίσταζαν να διατυπώνουν ανοιχτά τη γνώμη τους.

Δεν υπήρχε πραγματική χειραφέτηση των γυναικών στην Ελλάδα, ίσως εξαιτίας της εντελώς διαφορετικής προσέγγισης των Ελλήνων στην πολιτική και στο δίκαιο. Δεν όριζαν απαραίτητα την ισότητα της ισχύος αποκλειστικά με έννοιες του εικοστού αιώνα περί νόμου και νομικίστικων προνομίων. Μόνο τριάντα ως σαράντα χιλιάδες ελεύθεροι ενήλικοι άντρες πολίτες ασκούσαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα, από ένα σύνολο πληθυσμού που έφτανε περίπου τις τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες. Υπό αυτή την έννοια ακόμη και η πιο φιλελεύθερη από τις ελληνικές δημοκρατίες ήταν ανελεύθερη με τα σύγχρονα κριτήρια. Ταυτόχρονα όμως είναι παράλογο να εξισώνουμε την έλλειψη δικαιώματος ψήφου με τις σύγχρονες έννοιες της εκμετάλλευσης και της κατωτερότητας. Ο οίκος – άντρας, γυναίκα, παιδιά – ήταν το δομικό υλικό της πόλεως.

Η θρησκεία, το τυπικό και η λατρεία – όπου οι γυναίκες εξίσου συχνά είχαν τον έλεγχο – μπορεί να ήταν το ίδιο σημαντικά με την ιδιότητα του πολίτη, στη ζωή και στην ευρωστία της πόλεως. Η λέξη «ιέρεια» είναι μια συνηθισμένη ελληνική λέξη, ωστόσο στο δικό μας λεξιλόγιο παραμένει σπάνια. Η ελληνική θρησκεία δεν επιμένει – τουλάχιστον όχι στο βαθμό που συναντά κανείς σε μεγάλο μέρος του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του ισλαμισμού – ότι οι γυναίκες έχουν δευτερεύουσα σημασία στο τυπικό της τελετουργίας και στη θρησκευτική έκφραση ούτε ορίζει ότι μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή με τους θεούς μόνο μέσω της εύνοιάς τους προς άντρες ενδιάμεσους. Η Αντιγόνη – πολύ πριν εμφανιστεί στη σκηνή ο άντρας ιερέας Τειρεσίας – είναι η μόνη που κατανοεί τους άγραφους νόμους των θεών, χρησιμεύοντας ως θεραπευτική εκπαιδεύτρια όλων των Θηβαίων στο θέμα της χαμένης τέχνης της ευσέβειας και του αληθινού νοήματος της προδοσίας. Για τους Πυθαγόρειους, οι γυναίκες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την ουσία της θρησκείας. Ο ενεργός ρόλος τους στη λατρεία ήταν ουσιαστικής σημασίας για την πίστη, και οι άντρες τους τιμούσαν αυτό το ρόλο και έπρεπε να διακηρύσσουν επίσημα τόσο το θαυμασμό όσο και την πίστη τους σ’ αυτές. Οι στωικοί θεωρούσαν ότι οι γυναίκες είναι ίσες με τους άντρες, ενώ ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης υποστήριζαν ότι έπρεπε να τους δίνονται ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση.

Οι Έλληνες δεν ολοκλήρωσαν, αλλά είναι βέβαιο ότι ξεκίνησαν, το διάλογο για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ένα διάλογο που τελικά μετατράπηκε σε πραγματική ισότητα στη Δύση, και μόνο στη Δύση. Οι γυναίκες, ιδίως εκείνες που μένουν πίσω στον ανηλεή cursus honorum εξαιτίας των απαιτήσεων της ανατροφής των παιδιών, εξακολουθούν να προσκορούουν σε αόρατα φράγματα στην Αμερική των επιχειρήσεων. Αλλά πόσες θα αντάλλασσαν το επιχειρηματικό κοστούμι τους με το φερετζέ, τα αντισυλληπτικά με το δέσιμο των γεννητικών οργάνων τους προς αποφυγή συνουσίας, το κληρονομικό δικαίωμα στην περιουσία του συζύγου τους με το σάτι (την καύση της χήρας στην πυρά μαζί με το πτώμα του νεκρού άντρα της), τις κομψές ψηλοτάκουνες γόβες τους με την περίδεση των ποδιών, την αναλογία 1,8 παιδιών ανά θήλυ προς 14 ανά θήλυ, τις γυναικείες ξυριστικές μηχανές Lady Remington με το ξυράφι της κλειτοριδεκτομής; Αν δεν υπάρχει ακόμη πλήρης ισότητα, δεν είναι επειδή ο κλασικός πολιτισμός δεν επέτρεπε στις γυναίκες να ψηφίζουν. Πιθανότερη αιτία είναι ότι επί αιώνες αγνοήσαμε όσα από τότε έλεγαν λαμπρά πνεύματα όπως η Σαπφώ, η Ασπασία, η Αντιγόνη και η Λυσιστράτη, αγνοήσαμε ότι οι γυναίκες είχαν ατομική ιδιοκτησία και ατομικά δικαιώματα στη Σπάρτη και στη Ρώμη πολύ πιο φιλελεύθερα απ’ ό,τι στις περισσότερες κοινωνίες για τις επόμενες δύο χιλιετίες.

Ο Ξενοφών και ο Αριστοτέλης – οι δύο μάστιγες των σύγχρονων φεμινιστριών – θα απορούσαν με τον πρόσφατο και ιδιαίτερα ριζοσπατικό υπερφεμινισμό. Κατά παράξενο τρόπο, οι σύγχρονοι γενετιστές μπορεί να βρουν τη βαθιά πεποίθηση αυτών των δύο σε βιολογική βάση των διαφορών των δύο φύλων πολύ πιο πειστική από τις πεποιθήσεις των σύγχρονων συμπεριφοριστών. Οι Έλληνες φιλόσοφοι θα έλεγαν ότι αυτή η σύγχρονη ιδέα περί ομοιότητας των φύλων ανεξαρτήτως βιολογικών διαφορών, η τρέχουσα αντίληψη ότι το ίδιο το φύλο είναι κατασκευή και απόρροια της κοινωνίας και όχι προϊόν της φύσης, δεν είναι άλλο από αντρική, κι όχι γυναικεία, ουτοπία που πραγματοποιήθηκε. Θα επέμεναν ότι κάποιος πονηρός – ένας Ιάσων ή ένας Αλκιβιάδης – κατασκεύασε αυτή τη σοφιστεία προκειμένου να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του προς την οικογένεια και την κοινωνία.

Ξεχάσαμε πως οι Έλληνες επέμεναν ότι τα δικαιώματα απαιτούν υπευθυνότητα; Άπαξ το φύλο πάψει να αποτελεί μέρος της φυσικής ανταποδοτικότητας και απαλλαγεί από τις απορρέουσες κοινωνικές ευθύνες και ρόλους, ολόκληρος ο πολιτισμός της αιδούς και η ευθύνη απέναντι στη σύζυγο και στα παιδιά εξαφανίζεται΄ ο άντρας μπορεί τότε να γίνει ο εαυτός του χωρίς τους περιορισμούς της καταπιεστικής πόλεως: ένα φυσικό αρσενικό ζώο, ελεύθερο να συνουσιάζεται και να γονιμοποιεί κατά βούληση, να υπόσχεται και να ψεύδεται προκειμένου να ικανοποιήσει τη ζωώδη φύση του, να εγκαταλείπει την έγκυο σύντροφό του και να διακηρύσσει ότι πράγματι αυτή είναι τώρα απόλυτα ίση με τον ίδιο κοινωνικά και πολιτικά. Όποιος και αν ήταν ο πατερναλισμός και η καταπιεστική πατριαρχία των Ελλήνων – και μπορούσαν να είναι ασφυκτικά -, όσο εξεζητημένες και αν ήταν οι νομικές διατάξεις περί προίκας και κηδεμονίας των χηρών και των ορφανών, ελάχιστοι άντρες παράτησαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους λέγοντας ένα απλό: «Άντε γειά, ζήσε τη δική σου ζωή, τώρα είμαστε ίσοι, στάσου στα πόδια σου και ξαναμπές στο εργατικό δυναμικό, εσύ και τα παιδιά έχετε μια υπέροχη ζωή μπροστά σας. Στο κάτω κάτω τώρα πια είσαι μια απελευθερωμένη και ανύπαντρη γυναίκα, μόλις σαράντα εφτά χρόνων. Α, και μην παραλείψεις να ασκήσεις το εκλογικό σου δικαίωμα στις επόμενες εκλογές». Ένας αρχαίος Έλληνας θα έλεγε για μας ότι χρησιμοποιούμε πάρα πολύ συχνά την έννοια της απόλυτης πολιτικής ισότητας των φύλων ως συναισθηματική κάλυψη για ανεύθυνους άντρες που εγκαταλείπουν γυναίκες και παιδιά με την πλήρη επίγνωση ότι η φροντίδα των παιδιών και τα χαμηλότερα ημερομίσθια οδηγούν στην πενία μάλλον παρά απελευθερώνουν μια ανύπαντρη γυναίκα. Αντίθετα από μας, οι Έλληνες τουλάχιστον γνώριζαν τη διαφορά μεταξύ του ηθικά και του νομικά αποδεκτού.

Όσοι Έλληνες επιχείρησαν να εγκαταλείψουν και στη συνέχεια να ταπεινώσουν τις συντρόφους τους, γελοιποιούνταν επί σκηνής για την πράξη τους. Όμοια με τη Μήδεια, ανατριχιάζουμε τώρα με την ελληνική έννοια της προίκας. «Η ζωή μιας γυναίκας να εκτιμάται ως καθαρή ιδιοκτησία!» μαινόμαστε. Ωστόσο, οι Έλληνες είχαν την πονηρή υποψία ότι, αν η γυναίκα είχε ένα σπίτι, ένα αγρόκτημα και μερικά χρυσά νομίσματα στο σεντούκι της, ίσως ήταν λιγότερο πιθανό να την πετάξει στο δρόμο ο αγροίκος άντρας της, όταν η σάρκα της θα χαλάρωνε λιγάκι και το μέτωπό της θ’ αποκτούσε ρυτίδες. Μπορεί να της έπαιρνε τα καλύτερά της χρόνια, αλλά τουλάχιστον δεν θα έβαζε χέρι στην περιουσία της. Ναι, πρέπει να τους κατακρίνουμε για πολιτικό σοβινισμό και για το ότι απέκλειαν τις πολιτικές φιλοδοξίες εκατομμυρίων ατόμων, ωστόσο θα μπορούσαμε να μάθουμε πολλά απ’ αυτούς για το πώς να διασφαλίσουμε ότι οι γυναίκες δεν θ’ απομείνουν σε δευτέρας κατηγορίας θρησκευτική, κοινωνική και πολιτιστική θέση με το πρόσχημα ότι σύμφωνα με το νόμο όλοι μπορούμε να ψηφίζουμε και να αναλαμβάνουμε αξιώματα.

Η σκληρή φτώχεια των Ελλήνων, ο τρόμος του τοκετού, το μόνιμο φάσμα της αρρώστιας, οι σωματικές απαιτήσεις του καθημερινού μόχθου και ο ξαφνικός θάνατος από τα στοιχεία της φύσης ήταν υπαρκτά και σοβαρά προβλήματα. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η απότομη χειραφέτηση των γυναικών, που απαιτούν οι σημερινές φεμινίστριες από τους Έλληνες, μπορεί να είχε υλικές επιπτώσεις με απροσδόκητες και ίσως καταστροφικές συνέπειες. Το μεγαλύτερο μέρος της τυφλής υπακοής των Ελλήνων και η απόλυτη πίστη τους στη βιολογία γεννήθηκε από την απελπισία του αδιάκοπου πολέμου εναντίον της φύσης. Η αφοσίωσή τους σε παραδοσιακά πρότυπα ζωής βασίζεται στη γνώση ότι, παρά τους ναούς και την τέχνη τους, εξακολουθούν να είναι κυρίως μια αγροτική κοινωνία που δεν έχει πάψει να μάχεται τα ένστικτα του ζώου μέσα τους, τη στιγμή που δεν διαθέτουν εξελιγμένα φάρμακα ή αξιόπιστη αντισύλληψη.

Οι γυναίκες έπρεπε να γεννούν συνεχώς, επειδή τα περισσότερα παιδιά δεν έφταναν στην εφηβεία. Οι ρόλοι των φύλων στο σπίτι ήταν αυστηρά καθορισμένοι, επειδή η αποτυχία να βαθύνει ένα πηγάδι ή να υφανθεί ένα ζεστό πανωφόρι σήμαινε καταστροφή. Η ρουτίνα, η συνήθεια και ανταπόκριση στο ρόλο βασιλεύουν – όπως μας θυμίζει ο Ξενοφών στον Οικονομικό του -, ενώ πρέπει να αποφεύγονται οι πειραματισμοί και οι εκτροπές. Για ένα πολιτισμό που δεν απέχει παρά μια σοδειά μόνο από τον Αρμαγεδδώνα και το θάνατο ενός παιδιού από την εξαφάνιση της οικογένειας, οι δοκιμασμένοι από το χρόνο ρόλοι των φύλων που εξασφαλίζουν την επιβίωση είναι ιεροί και καλό είναι να παραμείνουν αμετάβλητοι, έως ότου γεμίσει η αποθήκη και διασφαλιστεί η υγεία του πληθυσμού. Οι περισσότερες Ελληνίδες ήταν έγκυες ή θήλαζαν από την αρχή ως το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας, με την ελπίδα ότι οι μισές τουλάχιστον από αυτές τις εγκυμοσύνες θα ολοκληρώνονταν, ότι οι μισές πάλι απ’ αυτές θα έδιναν υγιή βρέφη και ότι και πάλι τα μισά από αυτά θα επιβίωναν μετά τα τρία χρόνια τους. Αντίθετα από μας, οι Έλληνες γνώριζαν ότι πριν μπορέσει να πραγματοποιηθεί μια ουτοπία (σαν εκείνες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη) ισότητας των φύλων, πρώτα έπρεπε το σώμα των πολιτών να βρει μια μέθοδο να τρώει τακτικά, να διατηρεί την ασφάλειά του και να μένει απαλλαγμένο από ξένη εισβολή.

Αντίθετα από τους Έλληνες, που είχαν αναγκαστεί να ιεραρχήσουν τα κοινωνικά προβλήματά τους με μεγάλη προσοχή, οι δικοί μας ακαδημαϊκοί και πολιτικοί συντάσσουν πρωτόκολλα για την πλήρη ισονομία των φύλων, των φυλών και του σεξουαλικού προσανατολισμού, τη στιγμή που διαλυόμαστε μπροστά στα ερείπια των διαζυγίων, των εγκαταλειμμένων παιδιών, των άστεγων, των απανταχού φόνων, του εθισμού στα ναρκωτικά και των άθλιων κατοικιών στα μεγάλα αστικά μας κέντρα. Οι φεμινίστριες μαίνονται εναντίον της καταπίεσης στην Αρχαία Ελλάδα μέσα σε πανεπιστήμια όπως το Γέιλ, το Πρίνστον, το Μπέρκλεϊ ή αυτά της Πενσιλβάνια και της Καλιφόρνια και νεαρές εύπορες λευκές διαδηλώνουν φωνάζοντας «Κάτω ο βιασμός του ραντεβού!»*, όταν λίγα μέτρα πιο πέρα από τις αίθουσες διδασκαλίας και τους κοιτώνες τους ζουν μερικές από τις πιο επικίνδυνες και βάρβαρες κοινότητες με συνθήκες ζωής κατάλληλες μόνο για ζώα – αστικά κέντρα πολύ πιο αφιλόξενα απ’ ό,τι η κλασική Αθήνα ή η Ρώμη. Αντίθετα με τους Έλληνες, οι ηγέτες των κοινοτήτων μας – που δεν έχουν πόλεις στις οποίες μπορεί να περπατήσει κανείς με ασφάλεια μόλις σκοτεινιάσει, που δεν έχουν οικογένειες που μπορούν να επιβιώσουν χωρίς να δουλεύουν και οι δυο γονείς έξω από το σπίτι και των οποίων τα σπίτια γίνονται ηλεκτρονικά φρούρια όταν νυχτώνει – καταφρονούν ως άλυτη τη βασική και υπαρξιακή πρόκληση, ανυπομονώντας αντίθετα να πάνε μπροστά με την ιδεαλιστική και την οραματιστική. Ναι, το γυάλινο φράγμα για ένα μικρό, ελιτίστικο γυναικείο επιτελείο στελεχών επιχειρήσεων είναι τρομερό πρόβλημα στην αμερικανική κοινωνία. Ναι, οι αγροίκοι των κολεγίων δεν πρέπει να κάνουν σεξ με φοιτήτριες που έχουν καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοολούχων ποτών. Ναι, έπρεπε να έχουμε περισσότερες γυναίκες μαθηματικούς στο πανεπιστήμιο. Ναι, το γήπεδο του σοφτ μπολ για τα κορίτσια έπρεπε να είναι εξίσου εντυπωσιακό με αυτό των αγοριών. Όμως ο οποιοσδήποτε Έλληνας θα προειδοποιούσε ότι ολόκληρη η υποκουλτούρα των εκατομμυρίων που μολύνθηκαν από ασθένειες, εθίστηκαν στα ναρκωτικά, παραβιάζουν μονίμως το νόμο και αφήνονται στη μοίρα τους χωρίς ελπίδα για δουλειά ή για στοιχειώδη εκπαίδευση είναι πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα για την κοινωνία. Πριν μπορέσουμε να επιτύχουμε την απόλυτη ισότητα σε ευκαιρίες για σταδιοδρομία για την ελίτ μας, ίσως πρέπει πρώτα να εξασφαλίσουμε σε εκείνους, και από τα δύο φύλα, που μοχθούν στην αφάνεια, μία τουλάχιστον καλοπληρωμένη εργασία ανά οικογένεια.

Η μελέτη λοιπόν των γυναικών στην αρχαιότητα μπορεί να μας πει πολλά σχετικά με τις αξίες της Δύσης, αλλά όχι με την έννοια που δίνεται από μεγάλο μέρος της σημερινής φεμινιστικής κριτικής:

Η φεμινιστική θεωρία – ινδιάνικη, αφροαμερικάνικη, λεσβιακή, ψυχαναλυτική, γαλλοφεμινιστική, γυναικοκεντρική, ανθρωπολογική, αρχαιολογική, λογοτεχνική – μπορεί να ανοίξει τον παραδοσιακά ερμητικά κλειστό επιστημονικό τομέα των Κλασικών Σπουδών στον έξω κόσμο. Μόνο αφού μεταμορφωθεί με αυτό τον τρόπο, θα γίνει φανερό σε ειδικούς άλλων τομέων ότι στις Κλασικές Σπουδές υπάρχει κάτι περισσότερο από μια συλλογή «μεγάλων μύθων» και κλισέ σχετικά με τις παραδοσιακές αξίες του «Δυτικού Πολιτισμού» που εμφανίζονται προσφάτως στα λαϊκά έντυπα. Στο τέλος, λοιπόν, η θεωρία μπορεί να μετατρέψει τις Κλασικές Σπουδές από μια εξευγενισμένη μελέτη για την εύπορη τάξη (μέσω της οποίας οι άλλοι κρατιούνται σε απόσταση) σε ένα ζωτικής σημασίας πεδίο για πολυπολιτισμικό διάλογο στον επόμενο αιώνα. (N.S. Rabionowitz, Εισαγωγή στο Feminist Theory and the Classics, N.S. Rabinowitz and A. Richlin, Νέα Υόρκη/Λονδίνο, 1993, σ. 16)

Ο «έξω κόσμος» που πρόκειται να ανακαλύψει ξαφνικά τη σημασία των Ελλήνων ως «ενός ζωτικής σημασίας πεδίου για πολυπολιτισμικό διάλογο» καταλήγει να είναι οι «ειδικοί άλλων τομέων» και όχι όσοι βρίσκονται έξω από τις πύλες του πανεπιστημίου. Αυτή η αυτάρεσκη απόρριψη του δυτικού πολιτισμού – της κύριας όψης του αρχαίου κόσμου που θα μπορούσε πραγματικά να ενδιαφέρει κάποιον εκτός των πανεπιστημιακών καθηγητών – προκειμένου να ανοιχτεί άλλο ένα σπυρί του Κτήνους, είναι εκείνο που κράτησε τους Έλληνες μέ ασφάλεια έξω από τα «λαϊκά έντυπα» για αρκετές δεκαετίες. Έχουμε, μάλιστα, την υποψία ότι η «εύπορη τάξη» περιλαμβάνει τους περισσότερους νέους θεωρητικούς – που είναι πιο καλοπληρωμένοι, έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και ταξιδεύουν πολύ συχνότερα και μακρύτερα απ’ ό,τι οι καταχρεωμένοι φοιτητές της Αμερικής και οι ταλαίπωροι γονείς τους που ανήκουν στην εργατική τάξη και πληρώνουν ολοένα αυξανόμενους λογαριασμούς για την «εκπαίδευση» των παιδιών τους.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Got Pope, Need No Bart charliepatseas@yahoo.com Flushing NY

The Holy Father gone to Turkey to redeem and consecrate the Greeks,
so don't need no more soviet temples. Don't need no gyro blimpie Bart
when got a regular Pope without the diner attitude. My pop kept
hitting momma with a skillet on the head. Friends ended up in the
hospital after their pop beat them. Pops got drunk and ruined my
first car. Killed two cats and a dog, thrown out the window.
Neighbor drowned the canaries in ouzo, lit, ate them. Ma overdid
whip so she could give less pie. All our stuff came pilfered, with
logos. Greeks overcook all meat so no one knows is bad. Another
banned tenants flushing toilet paper. Waiters inpune sanitation
because "dirty is natural and healthy." Priests just answered "behave,
respect, tradition!" Now priest comes "no intercommunion!" Where was
he when we needed him to protect us from our crazy parents? Don't
sell me "educated Greeks" because we know all them Trojan Horse
cheated on the exams. Besides it's just TV repair school. Remember
all those jailed old disco Greeks, tax cheats to "protest" Jerome Ford
stopping the Trojan Horse in Chyprious? We can't get good jobs
because no one trusts Greeks, because of Trojan Horse. They always
faked reading Greek. That's why we borrowed regular Catholic books
instead of read Greek. Sure, we sacrifice to Greek myths three times
a year to please yiayia, and she's nun the wiser when we go to regular
Catholic Mass on Sundays when she bummed from bouzaki dances. Ain't
need no more Bart, just the regular Pope. That's why we all married
regular Catholic when we grew up. So they can trust us.