Κυριακή 29 Απριλίου 2007

ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΙ (ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ)

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ανέπτυξαν μια οικονομία βασισμένη αποκλειστικά σχεδόν στο θεσμό της δουλείας.

Η πιο συχνή κατηγορία που ακούγεται από τους σύγχρονους οπαδούς της πολυπολιτισμικότητας είναι ότι οι Έλληνες, όπως οι ρατσιστές Νότιοι του παλιού καιρού, είχαν στην κατοχή τους δούλους. Πράγματι, λίγοι Έλληνες είχαν κάποια οικουμενική αντίληψη περί εγγενούς αξιοπρέπειας του ανθρώπινου είδους, η οποία μπορεί να εμπόδιζε να γίνει ένας συνάνθρωπος απλή ιδιοκτησία κάποιου άλλου. Η αθηναϊκή αναγέννηση θα ήταν εντελώς αδύνατη χωρίς τα χέρια, τις πλάτες και τα μυαλά χιλιάδων που έχουν πια ολότελα ξεχαστεί στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Αφανείς άνθρωποι με ονόματα όπως Σωσίας, Ξανθίας, Καρίων ή Μάνης έχουν χαθεί όλοι, χωρίς να αφήσουν κάποιο ίχνος στα ιστορικά αρχεία, για τους οποίους όμως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πέθαναν στα μεταλλεία αργύρου, στις τριήρεις ή σε υγρά μαγαζιά. Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων – προς διαρκή τους δυσφήμιση – υποστηρίζουν ότι πράγματι υπάρχουν σκλάβοι εκ φύσεως. (Αυτό που τους απασχολεί δεν είναι μήπως δυσφημήσουν το θεσμό per se, αλλά να διασφαλίσουν ότι εκείνοι που υποδουλώνονται είναι οι βραδύνοες και αυτοί με περιορισμένες δυνατότητες και όχι οι προικισμένοι.) Ο Αριστοτέλης αποκαλεί τους ανελεύθερους «εργαλεία», κάτι λίγο παραπάνω από ένα «γαλλικό κλειδί» που αναπνέει, ένα πριόνι ή μια τσάπα με εγκέφαλο. Ο Νικίας, ο πλούσιος Αθηναίος τον οποίο ο Θουκυδίδης επαινεί ως συνετό και ευσεβή, έκανε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στις πλάτες χιλιάδων ανώνυμων δούλων, ανθρώπινων φτυαριών αλυσοδεμένων και αναγκασμένων να εξορύσσουν το ασήμι της Αττικής, ανθρώπων που σέρνονταν μέσα σε σκοτεινά τούνελ με μόνη τους διαφυγή το θάνατο – κι όλα αυτά για να δώσουν στην Αθήνα τις ασημένιες γλαύκες της και για να διατηρηθεί η καλή φήμη του Νικία.

Ωστόσο, με πιο προσεκτική εξέταση, οι διακρίσεις μεταξύ δούλου και ελεύθερου, ακόμη και στις πιο απεχθείς και πανταχού παρούσες εκδηλώσεις της κλασικής σκέψης, δεν είναι τόσο σαφείς όσο θέλουν τώρα να πιστέψουμε. Ακόμη και ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι οι δούλοι έπρεπε ίσως να αντιμετωπίζονται με καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι οι φτωχοί ελεύθεροι, ότι ο υποβιβασμός τους στην πολιτική ανυπαρξία δεν απέκλειε, όπως σε μεταγενέστερους χρόνους και άλλους πολιτισμούς, κάθε πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό προνόμιο. Τα Πολιτικά του δείχνουν ότι μάλλον πρέπει να θεωρούσε δεδομένη την ύπαρξη ενός μεγάλου σώματος επικριτών του («άλλοι βεβαιώνουν ότι η εξουσία των κυρίων πάνω στους δούλους είναι αντίθετη προς τη φύση»), που τον αναγκάζουν να υπερασπίζεται τις απόψεις του (συχνά μη δημοφιλείς ίσως;) σχετικά με την εκ φύσεως κατωτερότητα κάποιων ανθρώπων. Ο Πλάτων στους Νόμους του γράφει ότι ο σωστός τρόπος να φερόμαστε στους δούλους είναι να είμαστε περισσότερο δίκαιοι απέναντί τους απ’ όσο προς τους ίσους μας. Τραπεζίτες, λογιστές – καθηγητές επίσης – ήταν Έλληνες δούλοι. Οι δούλοι μπορεί να αλυσοδένονταν και να πέθαιναν στα μεταλλεία, αλλά οι υλικές συνθήκες των ελεύθερων φτωχών, όπως το εννοούμε σήμερα τουλάχιστον, δεν ήταν και πολύ καλύτερες. Το πραγματικό κακό της δουλείας στον αρχαίο κόσμο ήταν συχνότερα η πραγματικότητα της ανυπαρξίας στην πολιτική ζωή της κοινότητας, στέρηση πολύ πιο δυσβάσταχτη για τους ενήλικους Έλληνες και Ρωμαίους απ’ όσο μπορούμε να διανοηθούμε.

Οι συντηρητικοί, όπως ο Ψευδο-Ξενοφών κατά την Πέμπτη π.Χ. εκατονταετία και ο Πλάτων, ανησυχούσαν για την απουσία εμφανώς διακριτών διαφορών μεταξύ ελευθέρων και δούλων υπό το καθεστώς της δημοκρατίας. Ο Ψευδο-Ξενοφών έφτασε μέχρι του σημείου να πει ότι πολύ δύσκολα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει τον αφέντη από το δούλο στην Αθήνα και ότι οι δούλοι ήταν το ίδιο πλούσιοι με τους ελεύθερους και έλεγαν ό,τι ήθελαν χωρίς φόβο επιτίμησης. Ακόμη κι αν πρόκειται για υπερβολή, ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν αδιανότητος σε οποιαδήποτε άλλη δουλοκτητική κοινωνία. Ο φουκαράς τραυλός Κλαύδιος κατηγορήθηκε ότι παρέδωσε μια αυτοκρατορία εκατομμυρίων ανθρώπων στον Νάρκισσο και τον Πάλλαντα, δυο μηχανορράφους πρώην δούλους που γνώριζαν κάτι παραπάνω για το πώς να διοικούν τη Ρώμη απ’ ό,τι οι εκφυλισμένοι λόγω ενδογαμίας και έκλυτοι Ιούλιοι και Κλαύδιοι. Τέως δούλοι, στο Σατυρικόν του Πετρώνιου, θεωρούν δεδομένο ότι συχνά η δουλεία δεν είναι παρά προσωρινή κατάσταση, μια κακή και άτυχη αρχή που μπορούν όμως να παρακάμψουν επιτηδείως οι πιο πονηροί, που ξεπερνάνε σε ευφυΐα τους άμυαλους κυρίους τους, και να καταλήξουν με χρήματα, κοινωνική θέση – και δικούς τους δούλους. Ο κοιλαράς απελεύθερος Τριμαλχίων είναι ένας αρχαίος Χοράσο Άλτζερ, καρικατούρα του πανούργου δούλου που καταλήγει ελεύθερος και πιο επιτυχημένος ως Ρωμαίος από την κουρασμένη και χρεωκοπημένη τάξη των παλαιών αριστοκρατών. Ο Χοράσο ισχυριζόταν ότι οι συγγενείς του πατέρα του προέρχονταν από δούλους. Δεν είναι να απορεί κανείς που, κάτω από μια τόσο κινητική και μεταβαλλόμενη κοινωνική κοσμολογία, το Ρωμαϊκό Δίκαιο αναγνώριζε θεωρητικά κάποιους γάμους μεταξύ ελεύθερων και δούλων.

Τα παραδείγματα μαζικής απελευθέρωσης δούλων αφθονούν στην ελληνική ιστορία. Συχνά μαθαίνουμε για δούλους που ελευθερώθηκαν, επειδή πολέμησαν στο πλευρό των κυρίων τους, έλαβαν την ιδιότητα του πολίτη σε εποχές μείωσης του πληθυσμού, οπλίστηκαν από κρυψίνοες επαναστάτες, χειραφετήθηκαν μετά το θάνατο του κυρίου τους. Αναρωτιέται κανείς κατά πόσον ο Ισοκράτης υπερέβαλε όταν ισχυριζόταν: «Ουδείς Αθηναίος επιβάλει τέτοιες ωμότητες στους δούλους του σαν αυτές που επιφυλάσσουν οι Πέρσες στους δικούς τους ελεύθερους». Η δουλεία στον κλασικό κόσμο υπήρξε αναμφίβολα μια ευμετάβλητη και συζητήσιμη υπόθεση, με τη διάκριση μεταξύ δέσμιων και ελευθέρων συχνά ασαφή, με τρόπο άγνωστο, επί παραδείγματι, στον αμερικανικό Νότο.

Οι σύγχρονοι υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας συχνά αγνοούν τις σημαντικές διαφορές μεταξύ δουλείας στην αρχαιότητα και στην Αμερική του δέκατου ένατου αιώνα, εισάγοντας με το ζόρι αυθαίρετες ερμηνείες του παρελθόντος, στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν τον εγγενή ρατσισμό της Δύσης. Έτσι, η Σέλι Χάλεϊ, αυτοαποκαλούμενη «Μαύρη φεμινίστρια κλασικίστρια», υποστηρίζει χωρίς καμία απολύτως απόδειξη ότι η Μακεδονίτισσα Κλεοπάτρα υπήρξε μαύρη, τουλάχιστον συμβολικά:

Σιγά σιγά, διαβάζοντας ιστορία και τη Μαύρη φεμινιστική σκέψη, αντιλήφθηκα ότι η Κλεοπάτρα ήταν σημαντική σε δύο επίπεδα. Δίνει φωνή στην «αγωνία για την πολιτιστική αποκλήρωσή» μας (Sadff 1990: 205), και αντιπροσωπεύει τη διπλή ιστορία καταπίεσης και επιβίωσης της Μαύρης γυναίκας. Στη Μαύρη προφορική παράδοση, η Κλεοπάτρα γίνεται μια συμβολική έννοια που δίνει φωνή στη Μαύρη αφρικανική μας κληρονομιά που για τόσο πολύ καιρό έχει καταπιεστεί από το ρατσισμό και την ιδεολογία της διασταύρωσης των φυλών. («Black Feminist Thought and Classics: Remembering, Re-claiming, Re-empowering» στο Feminist Theory and the Classics, N.S. Rabinowitz and A. Richlin, Νέα Υόρκη/Λονδίνο, 1993, σ. 29)

Η οικειότητα και μόνο του Έλληνα κυρίου και δούλου – ο Αριστοφάνης, ο Δημοσθένης και ο Ψευδο-Ξενοφών υποστηρίζουν ότι συχνά είχαν την ίδια εμφάνιση, ομιλία και πράξη – βοηθάει στην εξήγηση της επιβίωσης του θεσμού, που θα είχε περιπέσει σε ακόμη χειρότερη φήμη αν όλοι οι δούλοι ανεξαιρέτως αλυσοδένονταν και στέλνονταν στις υπόγειες στοές των μεταλλείων. Ο Σπάρτακος δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει εκατομμύρια δούλους για να ανατρέψουν τη Ρώμη επειδή, κάτω από το αριστοτεχνικό σύστημα με το οποίο λειτουργούσε η δουλεία στην Ιταλία, δεν λιμοκτονούσαν ούτε δέρνονταν όλοι οι δούλοι από σκληρούς αφέντες που επέβαλαν το βούρδουλα και τις αλυσίδες, ούτε όλοι οι αφέντες ήταν ξιπασμένοι αριστοκράτες που έπιναν το αίμα των δούλων τους. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, ο γενναίος Σπάρτακος μπορεί να είχε επιτύχει!

Μερικοί συγγραφείς – ο Επίκτητος και ο Πλούταρχος, κάποτε και ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης – εκνευρίζονται με τις αντιφάσεις του θεσμού της δουλείας. Στον αρχαίο κόσμο η δουλεία δεν προκαθοριζόταν από το χρώμα ή κάποια υπονοούμενη φυλετική κατωτερότητα, αλλά από τα παιχνίδια της μοίρας – μια πολιορκία, μια επίθεση πειρατών, μια άτυχη γέννηση. Ο Ηράκλειτος λέει απλά ότι ο πόλεμος «άλλους τους κάνει δούλους και άλλους ελεύθερους» (απ. 53 Diels). Φρικτός θεσμός, σύμφωνοι, αλλά τουλάχιστον όχι πάντα μέρος ενός ευρύτερου εφιάλτη φυλής, χρώματος ή ψευδογενετικής. Όταν ο Διογένης πιάστηκε αιχμάλωτος και υποδουλώθηκε, έδειξε έναν Κορίνθιο αγοραστή και είπε: «Πουλήστε με σ’ αυτόν΄ χρειάζεται αφέντη». Παρά τους ισχυρισμούς του Αριστοτέλη, οι περισσότεροι Έλληνες δεν θεωρούσαν ότι η φυσική κατωτερότητα ήταν το ιδεολογικό υπόβαθρο της δουλείας, πράγμα που εξηγεί το γιατί – αντίθετα προς την αμερικανική εμπειρία – η ύπαρξη μορφωμένων, ευφυών δούλων προφανώς δεν ήταν μοιραία για την ιδέα του ίδιου του αισχρού θεσμού. Ένας ευφυής, γενναίος μαύρος δούλος προκάλεσε την αμφισβήτηση ολόκληρου του οικοδομήματος της δουλείας στο Νότο΄ ένας ευφυής, γενναίος Έλληνας δούλος θα είχε σταλεί πίσω στη δουλειά του με τη φράση: «Δυστυχώς, εσύ ή οι γονείς σου έτυχε να βρεθείτε σε λάθος τόπο τη λάθος στιγμή». Τον Έλληνα δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο δούλος του μπορεί να ήταν πολύ καλύτερος από τον ίδιο – αυτές είναι οι παραξενιές της μοίρας΄ ένας ιδιοκτήτης φυτείας που αντιμετώπισε την ίδια κατάσταση είδε ολόκληρο το ψευδοεπιστημονικό του πιστεύω να καταρρέει μπροστά στα μάτια του. Εκείνο που ενοχλούσε τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα ήταν ότι όλοι οι Έλληνες – οι γυναίκες και τα παιδιά περισσότερο – θεωρητικά δεν απείχαν από τη δουλεία παρά μια χαμένη μάχη ή μια κατάληψη πόλης.

Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας συμβούλευε: «Να θυμάστε τούτο, ότι ο άντρας που αποκαλείτε δούλο σας προέρχεται από το ίδιο είδος, απολαμβάνει τον ίδιο ουρανό, αναπνέει, ζει και πεθαίνει ακριβώς όπως εσείς. Εσείς μπορείτε να τον φανταστείτε ελεύθερο, εκείνος μπορεί να σας φανταστεί δούλο». Πέντε αιώνες νωρίτερα, ο δυσνόητος ρήτορας Αλκιδάμας σάρκαζε: «Ο Θεός δεν έκανε κανέναν άνθρωπο δούλο». Μπορεί να μην του πέρναγε από το νου ότι κάποιος θα έπρεπε επομένως να διαλύσει το θεσμό, όπως δεν πέρασε και από το νου του Τόμας Τζέφερσον ή του Τζον Καλχούν, αλλά το θέμα των δούλων – αν όχι του θεσμού της δουλείας – ήταν τουλάχιστον ανοιχτό προς συζήτηση. Πώς αλλιώς θα είχαμε ποτέ εξαλείψει τη δουλεία;

Αλλά την έχουμε στ’ αλήθεια εξαλείψει; Ένας Έλληνας της Κλασικής Ελλάδας σήμερα, ιδίως ο Αριστοτέλης, θα θεωρούσε το ζήτημα ανοιχτό. Αφού κοίταζε τις πόλεις μας, θα μας ρωτούσε για την ημι-εθελούσια δουλεία. Γιατί ζουν οι «ελεύθεροι» άνθρωποι στο δρόμο μπροστά στα μάτια εκείνων που είναι οχυρωμένοι στις πισίνες και στα σινιέ ρούχα τους; Γιατί εκατομμύρια ψηφοφόρων ζουν από τη μια δόση τους ως την άλλη, εθισμένοι στον πόνο, ή ραχατεύοντας απαθώς μπροστά σ’ ένα τετράγωνο κουτί; Γιατί κατασκευάζουμε αμέτρητα κακόγουστα «σκατολοΐδια» από πλαστικό και σιλικόνη τόσο για να ικανοποιήσουμε όσο και για να διεγείρουμε ανομολόγητες επιθυμίες; Ένας Έλληνας της πόλεως θα αναρωτιόταν πόση αληθινή ελευθερία, πόσες επιλογές «τρόπου ζωής» έχει ο χαμηλόμισθος για τα σαράντα έντιμα χρόνια του, πίσω από μια μηχανή κουρέματος γρασιδιού ή ένα σφουγγαρόπανο. Ακόμη και ένας Ρωμαίος μπορεί να έλεγε ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί των εργαζόμενων φτωχών μας, που έχουν εκλογικά δικαιώματα και είναι «ελεύθεροι» να ταξιδέψουν όπου τους κάνει κέφι, συμποσούνται σε πολύ λιγότερα από το αντίστοιχο κεφάλαιο του peculium του αρχαίου δούλου.

Για τους Έλληνες, η έλευση της δουλείας στην πόλη-κράτος σκιαγραφούσε τα δικαιώματα του πολίτη, αποκρυσταλλώνοντας τη διάκριση μεταξύ δούλου και ελεύθερου κατά τρόπο άγνωστο στους δουλοπάροικους και στον ανακτορικό πολιτισμό της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου. Ο ελεύθερος Έλληνας μπορούσε τώρα να οριστεί σύμφωνα με ό,τι δεν ήταν. Σε καμιά άλλη γλώσσα της εποχής δεν υπήρχε λέξη για την ελευθερία ή την πιο συγκεκριμένη έννοια του «ελεύθερου πολίτη». Ο Έλληνας λοιπόν μπορούσε να λέει για τον απεχθή θεσμό του ότι τουλάχιστον ενίσχυε την ελευθερία του πολίτη. Μπορεί ν’ αρχίσουμε τώρα να κατανοούμε τη λογική της αλλόκοτης και αποκρουστικής σύστασης του Ξενοφώντα να αγοράσει η Αθήνα δημόσιους δούλους για να δουλεύουν στα μεταλλεία αργύρου, ώστε όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως τάξεως, να μπορούν να συντηρούνται με δημόσια δαπάνη και να προστατεύονται από την εκμετάλλευση. Ο Αριστοτέλης θα πρόσθετε ότι οι Αμερικανοί έθεσαν εκτός νόμου τη δουλεία μόνο και μόνο για να μεταχειρίζονται εκατομμύρια ελεύθερων ανθρώπων χειρότερα από δούλους.

Κάποιοι Έλληνες θα αμφισβητούσαν ακόμη και την περιττή καταστροφή ζώων εκ μέρους μας στις φαρμακευτικές έρευνες. Ο Πορφύριος και ο Πλούταρχος αμφισβητούν την παραδοσιακή χρήση των ζώων με ζήλο που δεν ξανασυναντάμε παρά στα τέλη πια του δέκατου ένατου αιώνα. Η σφαγή ευγενών αγρίων ζώων στο Κολοσσαίο προκαλούσε αηδία τόσο στον Κικέρωνα όσο και στον Πλίνιο. Ο στωικός αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος εύρισκε το όλο θέαμα τουλάχιστον ανιαρό. Ο Σενέκας, του οποίου οι Ρωμαίοι συμπατριώτες Καλιγούλας και Νέρων υπήρξαν από τους πιο σκληρούς ανθρώπους που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, έγινε προάγγελος των σημερινών εκστρατειών κατά της βίας, όταν έγραφε ότι η παρακολούθηση ενός τέτοιου μακελειού στην αρένα τον έκανε πιο άπληστο, πιο επιθετικό, πιο σκληρό και πιο απάνθρωπο. «Δεν καταλαβαίνετε ότι τα κακά παραδείγματα γυρνάνε πίσω σ’ εκείνους που τα δίνουν;» φώναζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: