Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΙ (ΜΕΡΟΣ ΙV ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Η πολιτική δομή του κλασικού κόσμου ήταν ελιτίστικη.

Τόσο οι παραδοσιακοί μαρξιστές όσο και οι σημερινοί μεταμοντερνιστές μας διαβεβαιώνουν ότι οι «Έλληνες» δεν ήταν παρά μια ελίτ εκμεταλλευτών που στηρίζονταν πάνω σ’ ένα προλεταριάτο χιλιάδων Άλλων. Ναι, μολονότι οι Έλληνες επινόησαν τη δημοκρατία, οι περισσότεροι διανοούμενοι δεν είχαν σχεδόν τίποτε καλό να πουν γι’ αυτό. Ο Πλάτων, που τελικά έχασε την ψυχραιμία του και μίσησε τον αθηναϊκό όχλο, φαντάστηκε ένα απόσπασμα υπερανθρώπων που θα αναλάμβαναν ευγενικά την εξουσία χωρίς δικαιολογίες και θα χειραγωγούσαν τους λιγότερο ευφυείς, τους πιο αδαείς, τους πιο επικίνδυνους ανάμεσά τους. Έχει το θράσος να αποκαλεί τους κοινούς ανθρώπους, την εργατική τάξη που αποτελεί την σπονδυλική στήλη της δημοκρατίας, εκείνους που σκάλισαν τις μετόπες του Παρθενώνα και κωπηλατούσαν στη Σαλαμίνα, «φαλακρούς ψευτομαστορίσκους». Κακολογεί ακόμη και την αναμέτρηση στη Σαλαμίνα, τη ναυμαχία που έσωσε το δυτικό πολιτισμό. Αυτή η σύγκρουση έκανε τους Έλληνες «χειρότερους ως λαό», λέει, επειδή έγινε η αφορμή για τη δημοκρατία των ακτημόνων στην Αθήνα – των κατώτερης τάξης ναυτικών – «τη χειρότερη από όλες τις έννομες διακυβερνήσεις και την καλύτερη από όλες τις άνομες».

Εκείνος ο παράξενος Ψευδο-Ξενοφών λέει σχεδόν ότι ο αθηναϊκός πολιτισμός είναι μια καθαρή αποτυχία: ολόκληρο το καταστροφικό δημοκρατικό πείραμα είναι βέβαιη απόδειξη για το τι συμβαίνει όταν υποκρινόμαστε ότι όλοι είναι ίσοι, ενώ δεν είναι. Στο κάτω κάτω, λέει, στην Αθήνα οι δούλοι δεν πηδάνε στο χαντάκι όταν πλησιάζεις. Ο Θουκυδίδης, ο πικραμένος εξόριστος της αθηναϊκής πολιτικής, γνωρίζει πως όταν παρέχεις αφειδώς αφθονία, ισχύ και ασφάλεια σε έναν άνθρωπο, οποιονδήποτε άνθρωπο, οποιασδήποτε πολιτικής κλίσης ή θέσης ή καταγωγής, το πιο πιθανό είναι να βλάψει παρά να συντηρήσει. Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Ο ιστορικός βγάζει «σκάρτη» ολόκληρη την αθηναϊκή δημοκρατική κοσμολογία – δημαγωγούς και γαλαζοαίματους, αριστοκράτες και λαϊκούς – της οποίας γράφει την ιστορία. Και μην ξεχνάτε ότι η ιστορία του ήταν εκείνη της Αθήνας του, της ισχυρότερης απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη στην καλύτερη περίοδό της. Ο Βιργίλιος επίσης γνώριζε πολύ καλά το αντίτιμο του πολιτισμού, γι’ αυτό ελπίζει τουλάχιστον ο νέος αυτοκράτορας να φέρει την ειρήνη, χωρίς να βάψει τους δρόμους της Ρώμης με περισσότερο αίμα απ’ όσο είναι απολύτως απαραίτητο. Διαβάστε ένα κεφάλαιο του Σουητώνιου ή την ιστορία μιας δεκαετίας μόνο από τον Τάκιτο – υπήρξαν και οι δύο περήφανοι Ρωμαίοι πατριώτες: χαρακτηρίζουν τους καλύτερους και τους λαμπρότερους της Ρώμης τέρατα, σαδιστές, φονιάδες και κλέφτες.

Με την πρώτη ματιά, το έργο του Σοφοκλή Αίας μας δείχνει το αναγκαίο τέλος του αριστοκρατικού, ηρωικού κόσμου και την εμφάνιση μιας πιο δημοκρατικής κοινωνίας. Η απονομή της πανοπλίας του Αχιλλέα στον ευέλικτο Οδυσσέα αντί στον μονολιθικό Αίαντα σημαίνει ότι ο παλαιός, ηρωικός κόσμος του Αχιλλέα πρόκειται να αντικατασταθεί από έναν πιο έξυπνο, πραγματιστικό τρόπο ζωής, περισσότερο συντονισμένο με την κοινωνική εξίσωση της πολιτικής της Αθήνας του Σοφοκλή. Ποιος, λοιπόν, δεν ανακουφίζεται, όταν ο Αίας – ο υβριστής, φονικός, εκδικητικός, κτηνώδης, ολότελα απρόβλεπτος Αίας, που εκτός των άλλων κακομεταχειρίζεται και τη γυναίκα του – ρίχνεται πάνω στο ξίφος του μπροστά στα μάτια του κοινού; Ας πάει να χαθεί αυτή η «απασφαλισμένη χειροβομβίδα». Όταν η απλοϊκή ηθική του δεν λειτουργεί πια, όταν δεν έχει πια σημασία ποιοι είναι οι φίλοι ή οι εχθροί του ή πώς τους φέρεται, τι του μένει για να ζήσει;

Ωστόσο ακόμη κι εδώ το μήνυμα του Σοφοκλή δεν είναι ξεκάθαρο, δεν είναι μειωτικό. Ο Αίας αυτοκτονεί στα μισά του έργου. Μαζί του πεθαίνει κι ένα μεγάλο μέρος του λυρισμού του έργου, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι της δυνατής ποίησης εκφράζεται από το στόμα αυτού του καταδικασμένου «μπουνταλά». Μένουμε με μισό έργο γεμάτο με διοικητικά παζαρέματα σχετικά με την ταφή του, διαφωνία που τελικά κερδίζεται από τον συμβιβαστικό και δειλό υπαλληλίσκο, τον Οδυσσέα, που μισούσε και φοβόταν τον Αίαντα όσο ήταν σωστό να τον μισεί. Τώρα είναι η ώρα να θαφτεί το παρελθόν. Τούτος είναι ο νέος κόσμος, ο αθηναϊκός, που περιείχε και καλά και κακά, ένας κόσμος δημοσίων συζητήσεων, πολιτικής, συμβιβασμού, ισονομίας και λήψης πρακτικών αποφάσεων, ο θρίαμβος του κατ’ εξοχήν ομαδικού παίκτη.

Τέτοιος είναι και ο δικός μας κόσμος, και δεν είναι κακός. Ίσως. Ωστόσο ο Αίας κυριαρχεί ακόμη στο έργο, τραβάει την προσοχή μας και διεγείρει τα συναισθήματά μας, έστω κι αν οι αρχές του καταστρέφουν εκείνους που αγαπούσε. Είναι ο αποφασισμένος στρατηγός Πάτον ή ο στρατηγός Λεμέι, τον οποίο θέλεις στο πλάι σου μπροστά στα τείχη της Τροίας, για να τον ταπεινώσεις και να τον ξαναχώσεις με το ζόρι στη σκηνή του, όταν έρχεται η ώρα να το παίξεις πολιτισμένος και να παζαρέψεις τα λάφυρα. Με το θάνατο του Αίαντα χάσαμε κάτι μεγάλο. Άγριο και απλοϊκό; Ναι. Ενοχλητικό; Βεβαίως. Ταυτόχρονα όμως ήταν ευγενές και επιβλητικό. Ο Αίας πίστευε σε κάτι πέρα από την προσωπική του μοίρα, απαιτούσε έναν κόσμο με τους δικούς του όρους. Για το ηρωικό μυαλό του, ο φίλος είναι φίλος και ο εχθρός εχθρός, τα λόγια ωχριούν μπροστά στις πράξεις, και τίποτα δεν ζωγραφίζεται με αποχρώσεις του γκρίζου. Ο Οδυσσέας που έχει δίκιο σχετικά με την ταφή, εξακολουθεί να ανησυχεί κυρίως για τη δική του ζωή, για τη δική του επιτυχία. Σ’ αυτή τη «νίκη» για τη δημοκρατία, ο Σοφοκλής υποστηρίζει παράλληλα ότι η πολιτική και ηθική εξέλιξη δεν έρχεται χωρίς απώλειες. Τείνουμε να πιστέψουμε ότι ο ποιητής προτιμάει τον παλιό, ανεφάρμοστο κόσμο των πολεμιστών, την παράφορη ομάδα του Αίαντα, από το δικό του Χρυσό Αιώνα της δημοκρατικής ισότητας – και πεζότητας. Ποιο νόημα, λοιπόν, βγαίνει από το έργο; Μια έντιμη εξέταση της προόδου στη θέση της παράδοσης, του ασυνήθιστου έναντι της ομοιομορφίας, του ιδεαλισμού σε αντιπαράθεση με τον πραγματισμό, του απόλυτου έναντι του σχετικού, της φύσης των αρχών έναντι του εγωισμού, όλα οδηγούν στη δυσάρεστη υπόδειξη ότι αυτό που μας αρέσει και που θαυμάζουμε δεν είναι πάντα αυτό που μπορούμε – και έπρεπε – να έχουμε.

Ωστόσο, οι Έλληνες στοχαστές και επικριτές της ριζοσπαστικής ισονομίας ήταν και οι ίδιοι προϊόν μιας κοινωνίας μέσων ανθρώπων. Κατά συνέπεια, ακόμη και οι συντηρητικοί δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τις ισονομικές βάσεις του ίδιου τους του πολιτισμού. Η αρχική ελληνική πόλη-κράτος αναδύθηκε από την αφάνεια των Σκοτεινών Αιώνων τον όγδοο π.Χ. αιώνα ως θεσμός (ο Αριστοτέλης την αποκάλεσε «τιμοκρατία» που «θέτει το λαό στην αρχή και όλοι όσοι έχουν την ίδια περιουσία είναι μεταξύ τους ίσοι») που προστάτευε μια νέα τάξη μικροκτηματιών αγροτών, βαριά οπλισμένων πεζών και γαιοκτημόνων πολιτών, που ήταν αντίθετοι στη μοναρχία, δύσπιστοι στην αυταρχία, καχύποπτοι προς την αριστοκρατία και αποφασισμένοι να δευρύνουν την ολιγαρχία. Τα αγροκτήματα είχαν ίσο και μικρό μέγεθος, ενώ οι θέσεις στη φάλαγγα ήταν όμοιες μεταξύ τους όπως οι θέσεις στην αίθουσα της Βουλής. Κατά συνέπεια, η δημοκρατία δεν υπήρξε πάντα αντίθετη στην τυραννία αλλά μάλλον στην τιμοκρατία των γαιοκτημόνων, ήταν μια κίνηση όχι προς τη δημιουργία ενός σώματος ελευθέρων πολιτών αλλά προς την αύξηση μιας ήδη υπάρχουσας ελεύθερης και ισόνομης τάξης. Όταν οι υποστηρικτές της παράδοσης, όπως ο Θουκυδίδης και ο Αριστοτέλης, είδαν την καταπίεση της αθηναϊκής ηγεμονίας, τους συνεχείς σκοτωμούς του Πελοποννησιακού Πολέμου, τη θανάτωση του Σωκράτη και τη σχέση μεταξύ των δημοσίων έργων στην πατρίδα και της εθνικιστικής επέκτασης στο εξωτερικό, κατέληξαν να μισήσουν το κομφούζιο της αθηναϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, και από αντίδραση λαχταρούσαν τις παλιές χαμένες πολιτείες των απομονωτιστών και τοπικιστών οπλιτών στρατιωτών. Οι Έλληνες που ήταν αντίθετοι στη δημοκρατία, λοιπόν, δεν ήταν όλοι ελιτιστές΄ άνθρωποι όπως ο Θουκυδίδης και ο Αριστοτέλης δεν επιθυμούσαν την αριστοκρατία ούτε τη στενή ολιγαρχία.

Είναι αλήθεια ότι η αθηναϊκή δημοκρατία – η τελική έκφανση της εξελισσόμενης συνταγματικής παράδοσης της ελληνικής πόλης – έκανε μακρύτερους, πιο άγριους και πιο συχνούς πολέμους από οποιαδήποτε άλλη πολιτεία της εποχής. Εξουσία στο λαό σημαίνει ακριβώς αυτό. Οι σκοτεινές επιθυμίες του μεταφράζονται αμέσως σε τριήρεις και πολιορκίες. Ο πληθυσμός, και κατά συνέπεια ο στρατός, μεγαλώνει. Εμφανίζεται ένας ολόκληρος ενωμένος λαός που μπορεί να κάνει ή να μην κάνει πόλεμο, ανάλογα με τις επιθυμίες του. Η εξουσία του λαού διευκολύνει τον οργανωμένο φόνο. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Ηρόδοτος έγραψε ότι ήταν ευκολότερο να πείσει κάποιος 30,000 ψηφοφόρους πολίτες στην Αθήνα να πάνε στον πόλεμο απ’ ό,τι να πείσει έναν και μόνο άντρα στην ολιγαρχική Σπάρτη. Για τους Έλληνες φιλοσόφους, που είχαν πολύ πιο απαισιόδοξη άποψη για την ανθρώπινη φύση απ’ ό,τι εμείς, η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, μια ιδέα που τους προκαλούσε τρόμο, μια ανησυχητική σκέψη ότι οι πολεμικές φιλοδοξίες του ανθρώπου που περπατούσε στο δρόμο θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σχεδόν άμεσα και χειροπιαστά στο πεδίο της μάχης. Περισσότεροι Έλληνες σκοτώθηκαν πολεμώντας υπέρ ή κατά της επιθετικής και δημοκρατικής Αθήνας απ’ όσοι σε όλη την υπόλοιπη ιστορία των πολέμων της κλασικής πόλης-κράτους.


Οι Έλληνες είναι δέσμιοι της λογικής, χωρίς το φυσικό αυθορμητισμό και την ελαφράδα άλλων πολιτισμών. Οι Έλληνες είναι υπεύθυνοι για το ότι κληροδότησαν στους Δυτικούς απογόνους τους το βαρύ φορτίο του ορθολογισμού, που έχει οδηγήσει μόνο στο «διά ταύτα» κι έχει αφαιρέσει τη μυστηριακή χαρά του ανεξήγητου από τη ζωή. Εμείς που μελετάμε τους Έλληνες πιστεύουμε λανθασμένα ότι η αλήθεια και οι αξίες είναι απόλυτες και αμετάβλητες και όχι απλά κατασκευάσματα εκείνων που κατέχουν την εξουσία.

Οι οπαδοί της πολυπολιτισμικότητας υποστηρίζουν, συχνά με μια τάση πατροναρίσματος, ότι εμείς στη Δύση δεν εκτιμούμε άλλα αυτόχθονα συστήματα πραγμάτευσης και λογικής, ότι είμαστε τόσο βεβαρημένοι με τις ελληνικές αντιλήψεις της «γραμμικής» σκέψης, του θετικισμού και του εμπειρισμού, που μας περιορίζει η ανόητη αντίληψη πως ένα κείμενο εννοεί ό,τι λέει και πως το ειλικρινές γράψιμο μπορεί, πάνω κάτω, να περιγράψει μια πραγματικότητα.

Ούτε μπορεί το νόημα να παραπεμφθεί σε αναφορές εκτός κειμένου, γιατί η ανάλυση υποστηρίζει επίσης ότι η διατεινόμενη αναφορικότητα ενός κειμένου είναι μη απλουστεύσιμα μεταφορική, βασισμένη σε μια διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού που αποδεικνύεται επίσης ότι είναι λογική κατασκευή. Όλα τα κείμενα, τόσο τα συμβολικά όσο και τα δήθεν περιγραφικά, ανάγονται στο επίπεδο ρητορικών πράξεων που πασχίζουν να αρνηθούν τη ρητορική τους ταυτότητα στην αναζήτηση μιας φευγαλέας αναφορικότητας ή «αλήθειας». Στο φιλοσοφικό πλαίσιο, αυτή η τεχνική της ανάγνωσης, με την έμφασή της στη μη απλουστεύσιμη ρητορικότητα ή «πιστότητα» του κειμένου, αποσταθεροποιεί τις κεντρικές θεμελιακές υποθέσεις της συμβατικής δυτικής μεταφυσικής όπως το «ον», το «είναι» και το «ταυτόν». (Barbara Goff, «Εισαγωγή» στο Barbara Goff, History, Tragedy, Theory, Dialogues on Athenian Drama, Όστιν, 1995, σ. 2)

Αν το βιβλίο της καθηγήτριας Γκοφ είναι κι αυτό μια απλή «ρητορική πράξη» και επομένως δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε αλήθεια περί της αρχαίας τραγωδίας, γιατί να το διαβάσουμε; Αφού η γλώσσα του δεν παρέχει ψυχαγωγία και δεν «αποσταθεροποιεί» τίποτα, επί πλέον χρησιμοποιεί στην επιχειρηματολογία του το οικοδόμημα της «δυτικής μεταφυσικής», η συλλογή τέτοιων δοκιμίων είναι στην καλύτερη περίπτωση κακόγουστο αστείο και στη χειρότερη υποκριτικό μέχρι το μεδούλι. Υποψιαζόμαστε ότι οι παριστάμενοι στο συνέδριό της βρίσκονταν «όν»τως εκεί με καρτελάκια «ταυτό»τητας στο στήθος και έφεραν το «είναι» τους στο δείπνο.

Ναι, οι Έλληνες πρώτοι μας δίδαξαν πώς να αναλύουμε τον κόσμο με τη λογική, αλλά μας είπαν επίσης ότι πρέπει να αναγνωρίζουμε και μετά, κάποιες φορές απρόθυμα κάποιες άλλες χαρούμενα, να ενδίδουμε στη δύναμη του παράλογου των θαυμαστών πραγμάτων που δεν μπορούμε πάντα να δούμε, να ακούσουμε ή να αποδείξουμε. Η ταυτόχρονη δημιουργία του Διαφωτισμού και της ρομαντικής αντίδρασης σ’ αυτόν δεν είναι εύκολη δουλειά. Ο Απόλλων, ο θεός του ορθολογισμού και του μέτρου, παραδίδει το ναό του στο Διόνυσο για τρεις μήνες κάθε χειμώνα. Ο Διόνυσος, ο θεός του παραλογισμού, της έκστασης και της απελευθέρωσης, πρέπει να πάρει το μερτικό του ως η ανεξιχνίαστη δύναμη που με κάποιο τρόπο κάνει τους χυμούς να κυλάνε στις φλέβες των φυτών και των ζώων. Ο Πενθεύς, ο θρυλικός βασιλιάς των Θηβών, προσπαθεί να αρνηθεί τη θεϊκότητα, τη δύναμη, ακόμη και την ίδια την ύπαρξη αυτού του «νέου» θεού. Συντρίβεται και υποκύπτει στις δικές του απωθημένες παράλογες επιθυμίες και τελικά ξεσκίζεται από τη μαινόμενη μητέρα του.

Το παράλογο είναι πάντα επικίνδυνο, αλλά είναι ενσωματωμένο στη φύση μας΄ ακόμη και ο Πλάτων το κάνει να είναι το ένα τρίτον και μερικές φορές τα δύο τρίτα της ψυχής μας. Το άνομο πάθος της Φαίδρας για τον πρόγονό της Ιππόλυτο πρέπει να καταλήξει στην καταστροφή ολόκληρης της οικογένειας, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνο που αρχίζει την καταστροφική αλυσίδα των γεγονότων είναι η συνειδητή και πλήρης απόρριψη της Αφροδίτης, του Πάθους, από τον Ιππόλυτο. Η Αφροδίτη δεν θέλει παρά λίγη αναγνώριση – ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται -, αλλά πώς μπορεί ο Ιππόλυτος (με τα «μεγάλα, χοντρά βιβλία του») να αφιερωθεί στη σεξουαλική αγνότητα της Άρτεμης (παράξενη επιθυμία για άντρα στον κλασικό κόσμο) και ταυτόχρονα να αναγνωρίσει τη σημασία του σεξ; Είναι η αυτάρεσκη σεμνοτυφία το ίδιο κακή με την παράδοση στο κάλεσμα του Έρωτα; Τα «εγώ», «αυτό» και «υπερεγώ» είναι διάσπαρτα στις σελίδες της κλασικής λογοτεχνίας, απαιτώντας να εξετάσουμε τις αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες όψεις της ανθρώπινης φύσης. Δεν είναι σύμπτωση που ο Φρόιντ και ο Μαρξ – επικριτές και οι δύο της δυτικής κοινωνίας – ήταν κλασικιστές «της πολυθρόνας» που χρησιμοποίησαν αυτήν ακριβώς την παιδεία τους στις επιθέσεις τους.

Η παράδοση της αυτοκριτικής, της ανάλυσης του ποιοι είμαστε, πώς ζούμε, τι πιστεύουμε και σε τι δίνουμε αξία, είναι η πηγή της δυτικής προόδου. Στους Έλληνες και στους Ρωμαίους οφείλουμε τη σταθερή αναρώτησή μας: Γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί το κάνουμε με αυτό τον τρόπο; Υπάρχει καλύτερος τρόπος; Είναι η κοινωνία μας πράγματι ηθική; Κληρονομήσαμε αυτά τα ερωτήματα από τον Προμηθέα, την ερευνητική μας ευφυΐα, την «προνοητικότητά» μας, που μας έσωσε από τη ζωώδη ύπαρξη φέρνοντάς μας «φωτιά»: επιστήμη, δεξιότητες, κοινότητες, τεχνολογία. Και συχνά, όταν αγγίζουμε τα όρια της λογικής μας, στρεφόμαστε στην πίστη, στη θρησκεία και στο μυστικισμό.

Για εκείνους από σας που επικρίνουν αυτό το «δυτικό πρότυπο» της προόδου, του συνεχώς ανικανοποίητου, του δυναμισμού που είναι καρπός του ορθολογισμού, του άσκοπου γκρεμίσματος και ξαναχτισίματος από την αρχή, που υποστηρίζουν ότι η ασταμάτητη «φαγούρα» μας για προχώρημα δεν έχει φέρει την ευτυχία, δεν έχει βελτιώσει τη ζωή μας, έχουμε μια προειδοποίηση: οι Έλληνες ήταν εκεί, πολύ πριν από σας. Για κάθε μύθο του Αισχύλου σχετικά με τον Προμηθέα και την πρόοδο του πολιτισμού, υπάρχει ένας μύθος του Ησιόδου για τα Γένη, μια ειρωνική ωδή του Σοφοκλή για την πρόοδο, μια πρωτογονική θεώρηση της ανθρώπινης ζωής που βλέπει εκφυλισμό και όχι βελτίωση με την πάροδο του χρόνου. Το Χρυσό Γένος έχει παρέλθει, όπως το Αργυρό και το Χάλκινο, η εποχή των ηρώων και των ημιθέων έχει χαθεί. Εμείς είμαστε το Σιδερένιο Γένος, σε εποχή ηθικής παρακμής. «Μακάρι εγώ μαζί να μην ήμουνα με τους πέμπτους ανθρώπους», τραγουδάει ο Ησίοδος, «αλλά ή πριν να είχα πεθάνει ή μετά να γεννιόμουν, γιατί τώρα το γένος είναι σιδερένιο΄ ώστε τη μέρα δεν θα πάψουν απ’ τον κόπο κι απ’ τον πόνο, ούτε τη νύχτα να σβήνουν΄ κι οι θεοί θα τους δίνουν βαριά βάσανα» [Έργα και Ημέραι, 174-178].

Ίσως ο κόσμος να τελειώσει σύντομα, συλλογίζονταν οι Έλληνες. Ίσως η ζωή να είναι κυκλική και ένα άλλο Χρυσό Γένος να περιμένει. Για το κοινό του Ομήρου ίσως το καταπράσινο και παρθένο νησί του Κύκλωπα, η αισθησιακή κρυψώνα της Καλυψούς ή η γεμάτη ανθρωπιά παραμυθένια χώρα του βασιλιά Αλκίνοου να είναι προτιμότερα από τις αίθουσες του μεθυσιού και τα χοιροστάσια της πολιτισμένης Ιθάκης. Τέτοιου είδους αποκαλυπτικά οράματα αποτελούν το κέντρο του ιουδαιοχριστιανικού επίσης οράματος της ζωής, ή όχι; Οι Έλληνες μας έδωσαν την πρόοδο και μετά μας προειδοποίησαν ότι μπορεί να εκφυλιστεί και να μην είναι πρόοδος. Η επιστήμη και η μάθηση έχουν το αντίτιμό τους, καθώς μας οδηγούν όλο και πιο μακριά από τη μήτρα της φύσης. Μια από τις μεγαλύτερες συκοφαντίες εναντίον της κλασικής αρχαιότητας είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες (αντίθετα από μας) δεν αντιλήφθηκαν το αντίτιμο που έπρεπε να πληρωθεί για την πορεία της προόδου, για τη διευθέτηση του κόσμου σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής μάλλον παρά του συναισθήματος ή της πίστης. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχε λόγος που ο Σοφοκλής αποκάλεσε τα θαύματα του πολιτισμού δεινά, τα διφορούμενα «τρομερά».

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν υπήρξαν κατά καμία έννοια ηθικοί ή διανοητικοί υπεράνθρωποι που πάντα ακολουθούσαν αυτό που κήρυτταν. Μπορεί να μας κληροδότησαν την επιθυμία για αυτοανάλυση και να μας έδωσαν και τα εργαλεία για να επιτύχουμε αυτή την εξέταση, αλλά δεν τους άρεσε πάντα η κριτική και συχνά απεχθάνονταν τον κριτή. Το αντίτιμο που έχει πληρώσει η δυτική κοινωνία για την ανοιχτή πρόσκλησή της στην κριτική είναι βαρύ: αστάθεια, πόλεμοι, επανάσταση, μάρτυρες, κύκλοι ψευδομάθησης, διάψευση, κι ακόμη περισσότερες διανοητικές μόδες, ψεύτικη γνώση και «λόξες». Κάθε φορά που ένας Δυτικός πηγαίνει στον πόλεμο, που επιδιώκει να ανακαλύψει μια νέα ήπειρο ή που προβληματίζεται για άτομα και μόρια, ο κόσμος – ιδίως οι φιλειρηνικοί άνθρωποι σε μακρινές αχυροκαλύβες – καλά θα κάνει να έχει το νου του. Οι συνεχείς συζητήσεις, η διαφωνία, η δημιουργία και το γκρέμισμα προς αναζήτηση καλύτερου τρόπου αποτελούν την καρδιά των ελεύθερων αγορών μας, αλλά είναι επίσης δαπανηρά και ενοχλητικά, μερικές φορές και μοιραία. Οι αρχαίοι που ξεκίνησαν αυτή την αγορά των ιδεών κουβαλούσαν το ίδιο φορτίο με μας. Ο Ηρόδοτος, όπως εμείς, μερικές φορές κουραζόταν από την οχλοβοή της Δύσης και συχνά έβλεπε πράγματα στην Ανατολή που μάλλον του άρεσαν.

Ακόμη και οι Αθηναίοι, που ήταν τόσο ανεκτικοί, είχαν τα όριά τους. Ο Αναξαγόρας, ο πρώτος φιλόσοφος που έζησε στην Αθήνα, και ο Πρωταγόρας, ο πονηρός σοφιστής, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Ο Σωκράτης, ο μεγαλύτερος ερευνητής όλων, προτίμησε τη θανατική ποινή από την εξορία. Η βίαιη αποπομπή του Θουκυδίδη μπορεί να υπήρξε αιτία της εξαιρετικής του Ιστορίας. Υπήρχαν πολιτικοί λόγοι που ο Αρχίλοχος, ο Ξενοφών και ο Ηρόδοτος δεν έζησαν πολύ ή δεν πέθαναν εκεί που γεννήθηκαν. Ο Ρωμαίος Οβίδιος πρόσβαλε τον Αύγουστο με τον μη «πολιτικά ορθό» στίχο του και εξορίστηκε στη Μαύρη Θάλασσα για την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Ο Πετρώνιος, ο Σενέκας και ο Λουκιανός πέθαναν όλοι επειδή ήταν πολύ ταλαντούχοι και ντόμπροι για τα γούστα του Νέρωνα. Τα έργα του Ευριπίδη υπήρξαν προκλητικότατα έναντι των παραδοσιακών αντιλήψεων περί θεών, μύθων, κυβερνητών, πολιτικών, αλλά και του ίδιου του δράματος. Κάθε χρόνο τα έργα του επιλέγονταν για να συμμετέχουν στους δραματικούς αγώνες – κάτι που αποτελούσε τιμή από μόνο του – κι όμως κάθε χρόνο τα έργα του έρχονταν δεύτερα ή τρίτα. Νίκησε μόνο τέσσερις φορές σ΄ όλη του τη ζωή, απέκτησε τη φήμη του μισογύνη, ίσως να κατηγορήθηκε για ασέβεια και, απογοητευμένος από την υποδοχή του στην Αθήνα, πέρασε τελικά τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του στη βάρβαρη και βασιλική Μακεδονία (όπου, σύμφωνα με τις φήμες, ξεσκίστηκε από τα βασιλικά κυνηγόσκυλα). Όπως και του Σωκράτη, η ιδιοφυΐα του Ευριπίδη γελοιοποιήθηκε από τον Αριστοφάνη, προφανώς υπό τα χειροκροτήματα των περισσότερων από τους συγχρόνους του. Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων έθεσαν αμφότεροι τη ζωή τους σε κίνδυνο συμβουλεύοντας Έλληνες που δεν μπορούσαν να «χωνέψουν» το μήνυμα ή τη φήμη τους, κι άκουσαν αμφότεροι αρκετούς σοφιστικούς ελέγχους περί «φευγαλέας αναφορικότητας ή ‘αλήθειας’». Ωστόσο, οι ελεύθεροι αυτοί στοχαστές στα γραπτά τους καθρεφτίζουν δυσαρέσκεια προς τους επικριτές τους: αμφότεροι θα ήταν ανεπιθύμητοι αποστάτες στις ίδιες τους τις ουτοπίες, αν ποτέ αποκτούσαν σάρκα και οστά τα πολιτεύματα της Πολιτείας ή των Πολιτικών.

Με τα χρόνια (κατά περιστάσεις με τις χιλιετίες), μετά από οδυνηρή εξέταση, κάποιες ιδέες απορρίπτονται ως ελάσσονος σημασίας ή λανθασμένες: μεταξύ αυτών, όπως φαίνεται τώρα, η δουλεία, η δευτέρας κατηγορίας πολιτική θέση των γυναικών ή ακόμη και οι αποφασιστικής σημασίας πόλεμοι. Νέες ιδέες, ακόμη και νέοι άνθρωποι απ’ έξω μπορεί να ενσωματωθούν, αλλά και πάλι αυτό μπορεί να πάρει πάρα πολύ καιρό και να γίνει για λάθος λόγους. Ο μοχθηρός αυτοκράτορας Καρακάλλας, λόγου χάρη, διψώντας για αύξηση των φορολογικών εσόδων, ήταν ο πρώτος που διακήρυξε το οικουμενικό δικαίωμα της υπηκοότητας για όλους τους ελεύθερους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – ανεξάρτητα από φυλή, εθνικότητα, γλώσσα ή τόπο γέννησης. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμαθαν πολλά γύρω από την αστρονομία, την τέχνη, την αρχιτεκτονική και τις κοινωνικές συνήθειες από άλλα έθνη. Αφομοίωσαν επίσης ξένες θρησκευτικές ιδέες, μολονότι ήταν αρχικά μη ανεκτικοί με τους μη ανεκτικούς (όπως οι χριστιανοί). Ωστόσο, εντελώς ξένα προς το κλασικό πνεύμα είναι η κατάπνιξη της διαφωνίας, η απόρριψη της αυτοκριτικής ή η ιδέα ότι η ενσωμάτωση των ιδεών των άλλων είναι μειωτική.

Οι επικριτές της κυριαρχίας της δυτικής γραμματείας κατευθύνουν τώρα πολύ συχνά το δηλητήριό τους εναντίον του λεγόμενου γραμματειακού Κανόνα, επιχειρηματολογώντας για ένα πιο περιεκτικό κατάλογο των έργων για μελέτη από τους φοιτητές των πανεπιστημίων – ασυνήθιστα λογοτεχνικά είδη των γραπτών, προφορικών οπτικών μέσων από γυναίκες και εγχρώμους έξω από την ευρωπαϊκή εμπειρία. Ως επί το πλείστον, η επίθεσή τους εναντίον μιας στατικής, άκαμπτης αντίληψης περί Μεγάλων Βιβλίων είναι παραπλανητική. Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί υπήρξαν πρωτοπόροι στη μελέτη, εκτίμηση και διάσωση της ιστορίας, της τέχνης και της λογοτεχνίας άλλων πολιτισμών – το ενδιαφέρον για την ιστορική παράδοση των «ξένων» είναι σχεδόν ανύπαρκτο στις περισσότερες μη δυτικές κοινωνίες.

Οι πιο «ακαλλιέργητες» καλλιτεχνικά και πολιτιστικά περίοδοι της αρχαιότητας είναι η Ελληνιστική περίοδος στην Ελλάδα και η περίοδος της Αυτοκρατορίας στη Ρώμη, όταν η έντιμη αυτοεξέταση αποθαρρυνόταν ή εμποδιζόταν από την αυτοκρατορική κηδεμονία και την τυραννική εποπτεία. Η απώλεια των «χλιαρών» Νέων Κωμωδιών του Μένανδρου και των περισσότερων βιβλίων του Καλλίμαχου (το έργο του ήταν συγκεντρωμένο σε περισσότερους από 800 τόμους) δεν είναι και τόσο τραγική όσο θα ήθελαν να πιστέψετε οι φιλόδοξοι ελληνιστές. Ο Βιργίλιος πέθανε έγκαιρα. Ο Οράτιος δεν κατάφερε να ξεφύγει εντελώς (το τελευταίο βιβλίο από τις Ωδές του δείχνει την πίεση κάτω από την οποία βρισκόταν), και ο Οβίδιος πέθανε στην αφάνεια. Μετά από αυτούς, με την εξαίρεση ελάχιστων μεμονωμένων ιδιοφυϊών όπως ο Τάκιτος, ο Πετρώνιος ή ο Γιουβενάλης, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, χρησιμοποιούν το ταλέντο τους για να στηλιτεύσουν την παρακμή της εποχής τους, έχουμε κυρίως σαβούρα, σκαρταδούρα και εκβράσματα από το ναυάγιο του κλασικού πολιτισμού.

Οι κλασικιστές υπεραμύνονται τώρα του Ελληνιστικού κόσμου λέγοντας ότι επρόκειτο για μια γοητευτική, πολυπολιτισμική και ποικίλη φαντασμαγορία γεμάτη μαγεία και μυστικισμό, ξεχνώντας πολύ βολικά την υλική υποδομή αυτού του ασταθούς οικοδομήματος. Αν όμως γράφονταν δύο μόνο βιβλία πάνω στις δύο βασικές δραστηριότητες κάθε προβιομηχανικής κοινωνίας – ελληνιστική γεωργία και ελληνιστική πολεμική τέχνη – όλη η λάμψη και η αίγλη θα ξεθώριαζε. Μετά την παρακμή της πόλεως και της τριάδας της, μικροκτηματίας-στρατιωτικός-ψηφοφόρος πολίτης, ο πληθυσμός φορολογούνταν όπως ποτέ πριν για να εξυπηρετηθεί η στρατιωτική μεγαλομανία μερικών φονιάδων και τυράννων και για να πληρωθούν οι ελέφαντες, οι μισθοφόροι, οι καταπέλτες και οι πολιορκίες τους. Οι φόροι όμως οδήγησαν στην εξαφάνιση των μικροκτηματιών, στην εμφάνιση της εταιρικής γεωργίας, στην ερήμωση της υπαίθρου και στην ανεπάρκεια στην παραγωγή τροφίμων. Η ιστορία των λιμών, των επαναστάσεων και της βίαιης πάλης των τάξεων στον αρχαίο κόσμο είναι κυρίως φαινόμενα πριν και μετά την πόλιν. Καθώς ο ελληνιστικός κόσμος κυνηγούσε την ουρά του, οι αγρότες χρεοκόπησαν πληρώνοντας φόρους, έπειτα άρχισαν να «νοικιάζουν» τους εαυτούς τους ως μισθοφόρους και μετά βρήκαν ελάχιστους κτηματίες ικανούς να τους πληρώσουν. Χρεοκοπημένοι αγρότες άφηναν τα κατεστραμμένα αγροκτήματά τους και πήγαιναν στην πόλη, μόνο και μόνο για να πεθάνουν της πείνας, όταν η εταιρική σοδειά ή και το ίδιο το δημόσιο βοήθημα σε τροφή δεν επαρκούσαν, ενώ το επίπεδο της εκμετάλλευσης των πολλών έφτασε σε διαστάσεις που δεν είχαν ξαναεμφανιστεί από τις ζοφερές εποχές της προϊστορίας. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας το ότι η λογοτεχνία που παρήγαγε ένα τέτοιο σύστημα ήταν στενή, αυτάρεσκη, δασκαλίστικη, περιττολογική και δουλοπρεπής – κι επομένως ιδιαίτερα συμπαθής πλέον στο σύγχρονο ακαδημαϊκό κλασικιστή που, παραβλέποντας το γενικό υλικό χάος (αρχαίο και σύγχρονο), εντοπίζει πρόθυμα κάποια μεμονωμένη χειραφετημένη βασίλισσα της Ελληνιστικής περιόδου ή κάποιο «έγχρωμο άτομο» που δεν είναι Έλληνας, οι οποίοι έγραφαν στα Ελληνικά.

Η μεταγενέστερη αρχαία ειδωλολατρική γραμματεία απέκτησε κι αυτή τους πιστούς της. Οι κλασικιστές δοξολογούν τώρα τα άτονα έπη, τις αποσπασματικές νουβέλες, τα κωμικά ανέκδοτα και τους ονειροκρίτες τα οποία, πολύ σοφά, οι λόγιοι των περασμένων δύο χιλιετιών είχαν προσπεράσει. Ο Βαλέριος Φλάκκος και τα Ονειροκριτικά έχουν κάποια καλά σημεία, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να περιμένουν άλλους είκοσι αιώνες χωρίς να λείψουν σε κανέναν. Το συναρπαστικό μέρος της ύστερης αρχαιότητας ήταν, βεβαίως, η μεγάλη επανεξέταση της ζωής και των αξιών από και εξαιτίας του χριστιανισμού. Στις πρώιμες εκδηλώσεις του, τουλάχιστον, ο χριστιανισμός υπήρξε κλασικός, αναμφισβήτητα δυτικός στο πνεύμα. Αυτή η παράδοση θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια επανεπένδυση στις κλασικές της ρίζες, μια κριτική αυτοεξέταση των αξιών και των αρχών πάνω στις οποίες βασιζόταν κάποτε και από τις οποίες μετατοπίστηκε, ωστόσο τώρα παγιδεύτηκε μεταξύ των φονταμενταλιστών παλαβιάρηδων από τη μία και των ψευδοθεολόγων της απελευθέρωσης από την άλλη.

Το Κτήνος υπήρχε πάντα μεταξύ των Ελλήνων, αλλά υπήρχαν συνήθως αρκετοί Έλληνες που το αναγνώριζαν ως τέτοιο – τόσο το χειρότερο για τους τυράννους, τους αυταρχικούς και τους αντιδραστικούς. Εκείνοι οι κριτικοί και σκεπτικιστές, κι όχι οι πολυάριθμοι αυλοκόλακες και τσανακογλείφτες, καθόρισαν το ηθικό πλαίσιο της λογοτεχνικής έκφρασης, κι έτσι καταδίκασαν όλους όσοι μέσα στα επόμενα δυόμισι χιλιάδες χρόνια θα αποδέχονταν την κοινωνία όπως είναι, αντί γι’ αυτό που θα μπορούσε να είναι. Οι μεγαλύτεροι από τους Ρωμαίους ποιητές – Βιργίλιος, Οράτιος και Οβίδιος – μας κάνουν συχνά να νιώθουμε άβολα. Λίγοι διαβάζουν πια τον Βαλέριο Μάξιμο, που αφιέρωσε την επιτηδευμένη συλλογή του από τετριμμένα αποφθέγματα στον αυτοκράτορα Τιβέριο, και πολύ καλά κάνουν.

Ένα τελευταίο οξύμωρο; Τα ίδια ακριβώς εργαλεία που χρησιμοποιούν οι σημερινοί επικριτές για να διαλύσουν το δυτικό πολιτισμό και να αρνηθούν στους Έλληνες τα τέκνα τους, είναι, αναπόφευκτα, δυτικά. Κανένας μεταμοντερνιστής δεν προχωρεί στην επίθεσή του εναντίον της «ελιτίστικης εκδοχής της επιστήμης», χωρίς να καταφύγει σε μια ορθολογική ανάλυση βασισμένη σε αποδείξεις, δεδομένα, παραδείγματα και λογική, ολόκληρο δηλαδή τον ελληνικό τρόπο τυπικής λοιδορίας και φιλοσοφικής αντίκρουσης. Για να δομήσει με επιτυχία το ευφυές αίτημά του για επιστημονική άδεια ενός έτους μετ’ αποδοχών ή την καταπληκτική του πρόταση για έρευνα, ο αποδομιστικός κλασικιστής δεν μνημονεύει τον Θεό, δεν βάζει υποσημειώσεις από λόγια του Προέδρου, δεν παραθέτει ρήσεις του Πρύτανη, δεν ισχυρίζεται ότι του έγινε υπερφυσική αποκάλυψη ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, δεν ξεσπάει σε θρησκευτικές υμνολογίες, δεν μοιράζει κασέτες, δεν αρχίζει να χορεύει, ούτε προειδοποιεί ανοιχτά τους απίστους για μακελειό. Κανένας οπαδός της πολυπολιτισμικότητας δεν θεωρεί ότι οι ακαδημαϊκές ελευθερίες είναι καταπιεστικός θεσμός, ότι η αντίληψή του για ένα πανεπιστήμιο ανεξάρτητο από εκκλησία και κυβέρνηση είναι ενοχλητική ή ότι η παρουσίαση της έρευνας και της γνώμης του σε επιστημονικά περιοδικά, όπου κρίνονται από συναδέλφους του και δεν υφίστανται κρατική λογοκρισία, είναι «ηγεμονική», «πατριαρχική», «σεξιστική» ή «ρατσιστική».

Οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες μπορεί να επικρίνουν τη γραμμική και θετικιστική προσέγγιση του δυτικού ορθολογισμού, όταν όμως παίρνουν το αεροπλάνο για να πάνε εκεί που θα μιλήσουν για τέτοιου είδους καταπιέσεις, θεωρούν δεδομένο ότι ο ίδιος τυραννικός τρόπος μαθηματικής και τεχνολογικής έρευνας εξασφαλίζει ότι οι κινητήρες του τζετ και τα όργανα πλεύσης του θα λειτουργούν. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το αρχιτεκτόνημα πάνω στο οποίο κάθεται ο πανεπιστημιακός κριτής είναι δυτικό μέχρι το μεδούλι, από τη βιβλιοθήκη μέχρι το πρόγραμμα σπουδών, από την πολύπλοκη διαδικασία πρόσληψης, παραμονής, θητείας και προαγωγής του καθηγητικού προσωπικού μέχρι τα φώτα της αίθουσας των συνεδρίων που ανάβουν με το πάτημα ενός κουμπιού.

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει εφαρμόσιμη εναλλακτική πρόταση στην ελληνική μέθοδο πάλης με το Κτήνος, με τους αδυσώπητους τρόπους της διαφωνίας, της εμπειριοκρατίας και της τυπικής επιχειρηματολογίας. Η ελεύθερη κριτική ενδημεί μόνο στη Δύση. Ακόμη και σήμερα δεν συναντάται εύκολα ως γηγενές είδος στην Ανατολή, στον Αραβικό κόσμο, στην Αφρική ή στη Ν. Αμερική. Οι γηγενείς επικριτές της ισλαμικής δικαιοσύνης, του κινέζικου ολοκληρωτισμού, της αφρικανικής τυραννίας και της δικτατορίας της Λατινικής Αμερικής είναι συνήθως εγκαταστημένοι με ασφάλεια στην Ευρώπη, στην Αυστραλία ή στη Β. Αμερική – στους αποδέκτες της ελληνικής κληρονομιάς. Απαντούν συχνότερα στους χώρους των ακαδημαϊκών δασκάλων ή της δημοσιογραφίας, πάντα προστατευόμενοι και επιδοτούμενοι από τον ίδιο ακριβώς πολιτισμό που καταφρόνησαν.

Ο Σαλμάν Ρασντί και ο Έντουαρντ Σαΐντ στο παρελθόν εξαπέλυσαν επιθέσεις κατά της Δύσης από την Αγγλία και την Αμερική, όχι από τους ανεκτικούς θυλάκους της αγαπημένης τους Ινδίας και Παλαιστίνης, αντλώντας από τη δυτική παράδοση πολεμικής, λοιδορίας, σάτιρας και αλληγορίας στο έργο τους. Ο ναός και το τζαμί της μη Δύσης δεν είναι και τόσο φιλόξενα για τον αθυρόστομο όσο η αίθουσα υποδοχής και ο πανεπιστημιακός χώρος της Δύσης. Μπορεί κανείς να γράψει υπέρ ή κατά της ευθυκρισίας της κοινότητας των ανθρώπων υπό τον Χομεϊνί, για τον εθνικό ζήλο που γέννησε ο Σαντάμ, για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, για την αφύπνιση στην Αλγερία, για τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη από τον Κάστρο, αλλά συνήθως το κάνει από ένα καλόγουστο και γεμάτο ηλεκτρονικά βοηθήματα γραφείο στο Πάλο Άλτο, στο Κέμπριτζ ή στο Νιου Χέιβεν, σπάνια για πολύ στην Τεχεράνη, στη Βαγδάτη ή στην Αβάνα.

Δεν είναι να απορεί κανείς που στο δεύτερο μισό του αιώνα μας υπήρξαν εκατοντάδες συμπόσια, συνέδρια και δημόσιες συζητήσεις για τη Χιροσίμα στην Αμερική – σχεδόν όλα επικριτκά της πολιτικής των ΗΠΑ -, ενώ αντίθετα υπήρξαν ελάχιστα αντίστοιχα στην Ιαπωνία αφιερωμένα σε μια προσεκτική ανατομία του Περλ Χαρμπορ ή σε φρικαλεότητες στην Ασία όπως τη σφαγή στη Νανκίγνκ. Καμιά δημόσια ή ιδιωτική ανασκόπηση του Πολέμου του Κόλπου δεν δημοσιεύτηκε στο Ιράκ μετά το θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων – παραλείπουμε τις «κατόπιν εορτής» συγκεντρώσεις και τις παρελάσεις για τη «νίκη». Ωστόσο εκατοντάδες βιβλία και άρθρα που επέκριναν τη συμπεριφορά μας στον πόλεμο έφτασαν στο αμερικανικό κοινό, όταν χάσαμε λίγες δεκάδες μόνο στρατιώτες. Οποιοσδήποτε γνώριζε την ελληνική παράδοση θα καταλάβαινε γιατί συμβαίνει αυτό. Το να αρνηθούμε αυτή την παράδοση, το να εκθέσουμε σε κοινή θέα το Κτήνος χωρίς να εξετάσουμε την αδιάκοπη μάχη των Ελλήνων με αυτό το πλάσμα, είναι σαν να αρνούμαστε την αληθινή αξία της μελέτης του παρελθόντος μας.

4 σχόλια:

Ecumene είπε...

Μπράβο για την ανάρτηση,
βιβλίο που σε βάζει
σε πολλές σκέψεις
Είχε μιλήσει ο ίδιος
ο Victor Davis Hanson
στη ζούγκλα του Τριανταφυλλόπουλου

Εδώ ταιριάζει


«Τοσούτον δ' απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ' οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Ελληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».

«Είναι δε τόσο μεγάλη η απόσταση που χωρίζει την πολιτεία μας από τους άλλους ανθρώπους ως προς την πνευματική ανάπτυξη και την τέχνη του λόγου, ώστε οι μαθητές της έχουν γίνει διδάσκαλοι των άλλων και κατόρθωσε (η πολιτεία μας) ώστε το όνομα των Ελλήνων να είναι σύμβολο όχι πλέον της καταγωγής, αλλά της πνευματικής ανύψωσης, και να ονομάζονται Ελληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την ίδια καταγωγή». (Ισοκράτους Λόγοι, Πανηγυρικός, Μτφρ. Α. Μ. Γεωργαντοπούλου, Εκδόσεις Ιωάν. & Π. Ζαχαρόπουλος, 1940.)

kalliopi είπε...

Να σαι καλά Εργοτελίνα. Το βιβλίο είναι πράγματι πολύ καλό.
Όντως ταιριάζει εδώ ο Ισοκράτης :)

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια για το blog σου!

Το βιβλίο αυτό είναι αλήθεια πολύ ενδιαφέρον και δίνει τροφή για περαιτέρω προβληματισμό.

kalliopi είπε...

Σ' ευχαριστώ :)